θεματικός: Difference between revisions
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thematikos | |Transliteration C=thematikos | ||
|Beta Code=qematiko/s | |Beta Code=qematiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[for a]] <b class="b3">θέμα</b>: </span><span class="sense"> <span class="bld">I</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[for a]] <b class="b3">θέμα</b>: </span><span class="sense"> <span class="bld">I</span> [[that in which a valuable prize is proposed]], <b class="b3">ἀγὼν θ</b>., opp. <b class="b3">στεφανίτης</b> and <b class="b3">φυλλίτης</b>, <span class="bibl">Poll.3.153</span>, cf. <span class="title">IG</span>3.128.20, <span class="title">IGRom.</span>4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), <span class="title">LW</span>894.17 (Delph.); <b class="b3">τρόπος θ</b>. a style <b class="b2">calculated for effect</b>, Plu.2.1135c; cf. [[θεματίτης]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[arbitrarily fixed]], [[traditional]], παρατηρήσεις Phld. <span class="title">Rh.</span>1.195S.: <b class="b3">-κόν, τό</b>, ib.151S. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Gramm., [[primary]], not derivative, e.g. <b class="b3">ἄμφω</b>, which has no sg., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>91.33</span>: <b class="b3">θεματικά, τά</b>, [[elements]], ib.<span class="bibl">232.21</span>: Comp., <b class="b3">θεματικώτερα <μέρη> τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα</b> [[principal]] parts, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>121.5</span>; <b class="b3">-ώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν</b> the personal pronouns [[form]] their genders [[from different]] <b class="b3">θέματα</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pron.</span>110.24</span>. Adv. Comp. <b class="b3">-ώτερον, κλιθῆναι</b> [[by means of different]] <b class="b3">θέματα</b>, e.g. <b class="b3">ἐγώ, ἐμοῦ</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Synt.</span>102.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a θέμα: I that in which a valuable prize is proposed, ἀγὼν θ., opp. στεφανίτης and φυλλίτης, Poll.3.153, cf. IG3.128.20, IGRom.4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), LW894.17 (Delph.); τρόπος θ. a style calculated for effect, Plu.2.1135c; cf. θεματίτης. II arbitrarily fixed, traditional, παρατηρήσεις Phld. Rh.1.195S.: -κόν, τό, ib.151S. 2 Gramm., primary, not derivative, e.g. ἄμφω, which has no sg., EM91.33: θεματικά, τά, elements, ib.232.21: Comp., θεματικώτερα <μέρη> τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα principal parts, A.D.Adv.121.5; -ώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν the personal pronouns form their genders from different θέματα, Id.Pron.110.24. Adv. Comp. -ώτερον, κλιθῆναι by means of different θέματα, e.g. ἐγώ, ἐμοῦ, Id.Synt.102.4.
German (Pape)
[Seite 1193] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im Ggstz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13.
Greek (Liddell-Scott)
θεμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θέμα: 1) ἐκεῖνος δι’ ὃν πρόκειται βραβεῖον, ἀγών θ. = ἀργυρίτης, ἀντίθ. στεφανίτης καὶ φυλλίτης, Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς τρόπος ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. θεματίτης. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, πρωτότυπος λέξις, Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται (θέμα 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait, institué ou arrangé en vue d’un prix proposé.
Étymologie: θέμα.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM θεματικός) θέμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν»)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα της συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων
μσν.
(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε διαμέρισμα του βυζαντινού κράτους
Russian (Dvoretsky)
θεμᾰτικός:
1) рассчитанный на получение награды, бьющий на эффект (ῥυθμός Plut.);
2) грам. первоосновной, корневой (ῥῆμα).