φωΐς: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fois | |Transliteration C=fois | ||
|Beta Code=fwi/+s | |Beta Code=fwi/+s | ||
|Definition=<b class="b3">ΐδος, ἡ,</b> contr. <b class="b3">φῴς, φῳδός</b>, only found in pl. <b class="b3">φωΐδες, φῷδες</b> (erroneously written [[φοῖδες]] in <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>967a27</span>), gen. [[φῴδων]] (Hdn. Gr.<span class="bibl">2.342</span>):—<span class="sense" | |Definition=<b class="b3">ΐδος, ἡ,</b> contr. <b class="b3">φῴς, φῳδός</b>, only found in pl. <b class="b3">φωΐδες, φῷδες</b> (erroneously written [[φοῖδες]] in <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>967a27</span>), gen. [[φῴδων]] (Hdn. Gr.<span class="bibl">2.342</span>):—<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[blister]] on the skin, caused by a burn, <span class="bibl">Hippon.59</span>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Pl.</span>535</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>345</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.54</span>, <span class="bibl">Diocl.Fr.80</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:08, 12 December 2020
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, contr. φῴς, φῳδός, only found in pl. φωΐδες, φῷδες (erroneously written φοῖδες in Arist.Pr.967a27), gen. φῴδων (Hdn. Gr.2.342):— A blister on the skin, caused by a burn, Hippon.59, Ar. Pl.535 (anap.), Fr.345, Hp.Morb.2.54, Diocl.Fr.80.
German (Pape)
[Seite 1321] ΐδος, ἡ, zsgzgn φῴς, φῳδός, in der Regel nur im plur. φωΐδες, φῷδες, gen. φῴδων, – Blasen auf der Haut, Brandblasen, schwarze Brandflecken; Hippocr.; Ar. Plut. 535; B. A. 70.
French (Bailly abrégé)
φωΐδος (ἡ) :
tache de brûlure sur la peau.
Étymologie: φάος.
Greek Monolingual
και φοΐς, -ΐδος και συνηρ. τ. φῴς, φῳδός, ἡ, Α
φυσαλλίδα στην επιφάνεια του δέρματος, που οφείλεται σε έγκαυμα και περιέχει υδαρές υγρό, φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ο τ. ανάγεται στη μορφή bhō-w- της ρίζας του φώγω «ψήνω, καίω», αν θεωρηθεί ως αρχική η σημ. της λ. «έγκαυμα». Λιγότερο πιθανή, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι ο τ. με αρχική σημ. «φουσκάλα, φλύκταινα», ανάγεται στην ΙΕ ρίζα p(h)ŭ- (πρβλ. φῦσα, λατ. pussula / pustula) και έχει σχηματιστεί πιθ. από μια μορφή phōu- της ρίζας (πρβλ. φώκη) με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφ-ίς)].
Russian (Dvoretsky)
φωΐς: φωΐδος, стяж. φῷς, φῳδός ἡ (только pl.; gen. pl. φῴδων) ожог, волдырь (от ожога) Arph., Arst.