παρυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[υφαίνω]]<br />[[υφαίνω]] στα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] υφάσματος ή ενδύματος, [[σχηματίζω]] [[κατά]] την ύφανση [[παρυφή]], [[γαρνίρω]] [[ταινία]] (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[ἱμάτιον]] [[λευκόν]], πῆχυν πορφυροῦνἔχον παρυφασμένον», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρενείρω]] σε [[αφήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνενώνομαι [[κατά]] [[μήκος]] με [[κάτι]] («παρύφανται ἀπὸ τῆς κοιλίας... συνεχόμενος ὑμενίῳ μακρὸς [[πόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> απλώνομαι στα [[πλάγια]] και [[κατά]] [[μήκος]] σχηματισμού («ὑπὸ τῶν παρυφασμένων ὅπλων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[υφαντική]] («τὴν ἀράχνην ἡφαίνουσαν... εἰ μὴ παρυφαίνη καὶ τὴν Πηνελόπην», Φιλόστρ.).
|mltxt=ΜΑ [[υφαίνω]]<br />[[υφαίνω]] στα [[πλάγια]] ή [[κατά]] [[μήκος]] υφάσματος ή ενδύματος, [[σχηματίζω]] [[κατά]] την ύφανση [[παρυφή]], [[γαρνίρω]] [[ταινία]] (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[ἱμάτιον]] [[λευκόν]], πῆχυν πορφυροῦν ἔχον παρυφασμένον», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παρενείρω]] σε [[αφήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνενώνομαι [[κατά]] [[μήκος]] με [[κάτι]] («παρύφανται ἀπὸ τῆς κοιλίας... συνεχόμενος ὑμενίῳ μακρὸς [[πόρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> απλώνομαι στα [[πλάγια]] και [[κατά]] [[μήκος]] σχηματισμού («ὑπὸ τῶν παρυφασμένων ὅπλων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[ξεπερνώ]] κάποιον στην [[υφαντική]] («τὴν ἀράχνην ἡφαίνουσαν... εἰ μὴ παρυφαίνη καὶ τὴν Πηνελόπην», Φιλόστρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρ-υφαίνω eraan weven, overdr.. τὰ παρυφασμένα ὅπλα de zoom of buitenrand van bewapende mannen Xen. Cyr. 5.4.48.
|elnltext=παρ-υφαίνω eraan weven, overdr.. τὰ παρυφασμένα ὅπλα de zoom of buitenrand van bewapende mannen Xen. Cyr. 5.4.48.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ Pass., perf. παρύφασμαι<br />to [[furnish]] with a hem or [[border]] ([[παρυφή]]):—ὅπλα παρυφασμένα [[armed]] men hemming in an [[unarmed]] [[crowd]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ Pass., perf. παρύφασμαι<br />to [[furnish]] with a hem or [[border]] ([[παρυφή]]):—ὅπλα παρυφασμένα [[armed]] men hemming in an [[unarmed]] [[crowd]], Xen.
}}
}}

Revision as of 16:07, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῠφαίνω Medium diacritics: παρυφαίνω Low diacritics: παρυφαίνω Capitals: ΠΑΡΥΦΑΙΝΩ
Transliteration A: paryphaínō Transliteration B: paryphainō Transliteration C: paryfaino Beta Code: parufai/nw

English (LSJ)

pf. A παρύφαγκα Ph.Byz.Mir.2.5 :—weave beside or along, ἐσθὴς παρυφασμένη a garment with a purple hem or border (παρυφή), D.S.12.21 ; παρυφασμένα ὅπλα armed men hemming in an unarmed crowd, X.Cyr.5.4.48 ; παρύφανται… τῷ στομάχῳ… πόρος is set along its edge, Arist.HA529a15, cf. PA676b21, PPetr.3p.305 (iii B.C.). II excel in weaving, τινα Philostr.Im.2.28.

German (Pape)

[Seite 529] daran weben, wirken; ἐσθὴς παρυφασμένη, Kleid mit angewebtem purpurnem Saume, D. Sic. 12, 21. – Übertr., längs den Seiten daneben ausbreiten, ὅπλα παρυφασμένα, bei Xen. Cyr. 5, 4, 48, sind Reihen von Bewaffneten, welche den unbewaffneten Haufen von allen Seiten umgeben. – Im Weben übertreffen, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

παρῠφαίνω: ὑφαίνω πλησίον ἢ κατὰ μῆκος τινός, ἐσθὴς παρυφασμένη, ἔχουσα παρυφήν, Διόδ. 12. 21· ὅπλα παρυφασμένα, ὁπλῖται περιβάλλοντες πανταχόθεν ὡς παρυφὴν ἄοπλον πλῆθος, ὑπὸ δὲ τῶν παρυφασμένων ὅπλων πᾶς ὄχλος δεινὸς φαίνεται Ξεν. Κύρ. 5. 4, 48, παρύφανται..τῷ στομάχῳ..πόρος, εἶναι παρυφασμένος εἰς τὸν στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4, 4, 19, πρβλ. π. Ζ. Μ. 4. 2, 1. ΙΙ. ὑπερέχω εἰς τὸ ὑφαίνειν, ὅρα καὶ τὴν ἀράχνην ὑφαίνουσαν ἐκ γειτόνων, εἰ μὴ παρυφαίνῃ καὶ τὴν Πηνελόπην Φιλόστρ. 853.

French (Bailly abrégé)

1 brocher dans un tissu ; part. pf. Pass. παρυφασμένος entremêlé d’une trame de fils différents;
2 broder le long de ; fig. border tout au long.
Étymologie: παρά, ὑφαίνω.

Greek Monolingual

ΜΑ υφαίνω
υφαίνω στα πλάγια ή κατά μήκος υφάσματος ή ενδύματος, σχηματίζω κατά την ύφανση παρυφή, γαρνίρω ταινία (α. «ἐσθῆτα παρυφασμένην», Διόδ.
β. «ἱμάτιον λευκόν, πῆχυν πορφυροῦν ἔχον παρυφασμένον», Πολυδ.)
μσν.
παρενείρω σε αφήγηση
αρχ.
1. συνενώνομαι κατά μήκος με κάτι («παρύφανται ἀπὸ τῆς κοιλίας... συνεχόμενος ὑμενίῳ μακρὸς πόρος», Αριστοτ.)
2. απλώνομαι στα πλάγια και κατά μήκος σχηματισμού («ὑπὸ τῶν παρυφασμένων ὅπλων», Ξεν.)
3. είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον στην υφαντική («τὴν ἀράχνην ἡφαίνουσαν... εἰ μὴ παρυφαίνη καὶ τὴν Πηνελόπην», Φιλόστρ.).

Greek Monotonic

παρῠφαίνω: μέλ. -ᾰνῶ — Παθ., παρακ. παρύφασμαι· υφαίνω στρίφωμα ή μπορντούρα (παρυφήὅπλα παρυφασμένα, οπλισμένοι άντρες που περικυκλώνουν άοπλο πλήθος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παρῠφαίνω:
1) приткать, окаймить (ткацким способом): ἐσθὴς παρυφασμένη Diod. окаймленное пурпуром платье;
2) окружать, оцеплять: ὅπλα παρυφασμένα Xen. вооруженное оцепление (невооруженный отряд, по краям которого размещены вооруженные люди); πόρος παρύφανταί τινι Arst. проход тянется вдоль чего-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-υφαίνω eraan weven, overdr.. τὰ παρυφασμένα ὅπλα de zoom of buitenrand van bewapende mannen Xen. Cyr. 5.4.48.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ Pass., perf. παρύφασμαι
to furnish with a hem or border (παρυφή):—ὅπλα παρυφασμένα armed men hemming in an unarmed crowd, Xen.