προστακτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προστακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσταχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προστακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσταγή]] ή αυτός που εκφράζει [[προσταγή]], [[επιτακτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η προστακτική</i><br />(ενν. [[έγκλιση]]) <b>γραμμ.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται [[προσταγή]], [[παραίνεση]] ή [[παράκληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[άρχοντας]], το [[πρόσωπο]] που προστάζει τους άλλους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Προστακτικός</i><br />(ενν. [[λόγος]]) [[τίτλος]] έργου του Πρωταγόρου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστακτικόν</i><br />α) η [[ψυχή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[σώμα]], που καλείται <i>υπηρετικόν</i><br />β) λεκτική [[διατύπωση]] σε προστακτική<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακτικὴ [[ἐκφορά]]» και «προστακτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[διατύπωση]] του λόγου στην προστακτική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προστακτικώς</i> / [[προστακτικῶς]] ΝΜΑ, και προστακτικά Ν<br />με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> στην προστακτική [[έγκλιση]] («ὅ ἡμεῑς [[ῥῆμα]] [[προστακτικῶς]] σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.).
|mltxt=-ή, -ό / [[προστακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσταχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προστακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσταγή]] ή αυτός που εκφράζει [[προσταγή]], [[επιτακτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η προστακτική</i><br />(ενν. [[έγκλιση]]) <b>γραμμ.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται [[προσταγή]], [[παραίνεση]] ή [[παράκληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[προστακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[άρχοντας]], το [[πρόσωπο]] που προστάζει τους άλλους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Προστακτικός</i><br />(ενν. [[λόγος]]) [[τίτλος]] έργου του Πρωταγόρου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστακτικόν</i><br />α) η [[ψυχή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[σώμα]], που καλείται <i>υπηρετικόν</i><br />β) λεκτική [[διατύπωση]] σε προστακτική<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακτικὴ [[ἐκφορά]]» και «προστακτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[διατύπωση]] του λόγου στην προστακτική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προστακτικώς</i> / [[προστακτικῶς]] ΝΜΑ, και προστακτικά Ν<br />με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> στην προστακτική [[έγκλιση]] («ὅ ἡμεῖς [[ῥῆμα]] [[προστακτικῶς]] σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:10, 29 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστακτικός Medium diacritics: προστακτικός Low diacritics: προστακτικός Capitals: ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prostaktikós Transliteration B: prostaktikos Transliteration C: prostaktikos Beta Code: prostaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for commanding, imperative, imperious, τὸ π. [ἡ ψυχή], opp. τὸ ὑπηρετικόν (of the body), Arist.Top.128b19; π. τινῶν Corn.ND16; λόγος Plu.2.1037f; Προστακτικός (sc. λόγος), title of work by Protagoras, D.L.9.55; βραχυλογία Plu.Phoc.5; also of persons, ἄρχων Max.Tyr.13.2 (Sup.). II Gramm., ἡ -κὴ ἔγκλισις the imperative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; π. ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20; τὸ π. σχῆμα Anon.Fig.24; also τὸ -κόν D.L. 7.66,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv. -κῶς in the imperative mood, D.H.4.18, Sch.Ar.Av.1163.

German (Pape)

[Seite 780] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. ἔγκλισις, der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.

Greek (Liddell-Scott)

προστακτικός: -ή, -όν, (προστάσσω), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ ψυχή], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. λόγος Πλούτ. 2. 1037F· βραχυλογία ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. ἔγκλισις) γραμμ.: ὡσαύτως, πρ. ἐκφορὰ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. σχῆμα Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· ὡσαύτως, τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre au commandement, impératif;
t. de gramm. τὸ προστακτικόν ou ἡ προστακτική (ἔγκλισις) l’impératif.
Étymologie: προστάσσω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προστακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσταχτικός, -ή, -ό, Ν προστακτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική
(ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται προσταγή, παραίνεση ή παράκληση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.προστακτικός
(για πρόσ.) ο άρχοντας, το πρόσωπο που προστάζει τους άλλους
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Προστακτικός
(ενν. λόγος) τίτλος έργου του Πρωταγόρου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστακτικόν
α) η ψυχή, σε αντιδιαστολή προς το σώμα, που καλείται υπηρετικόν
β) λεκτική διατύπωση σε προστακτική
3. φρ. «προστακτικὴ ἐκφορά» και «προστακτικὸν σχῆμα»
γραμμ. η διατύπωση του λόγου στην προστακτική έγκλιση.
επίρρ...
προστακτικώς / προστακτικῶς ΝΜΑ, και προστακτικά Ν
με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά
αρχ.
γραμμ. στην προστακτική έγκλιση («ὅ ἡμεῖς ῥῆμα προστακτικῶς σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.).

Greek Monotonic

προστακτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές, επιτακτικός, προστακτικός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προστακτικός: повелевающий, повелительный, властный (λόγος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] bevelend:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3.

Middle Liddell

προσ-τακτικός, ή, όν προστακτός
of or for commanding, imperative, Plut.