ἐπῳδή: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epodi | |Transliteration C=epodi | ||
|Beta Code=e)pw|dh/ | |Beta Code=e)pw|dh/ | ||
|Definition=Ion. and poet. ἐπᾰοιδή, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[song sung to]] or [[over]]: hence, [[enchantment]], [[spell]], ἐπαοιδῇ δ' αἷμα..ἔσχεθον <span class="bibl">Od.19.457</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.217</span> ; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 582</span> ; of the Magi, <span class="bibl">Hdt.1.132</span> ; μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span> 174</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1194</span> ; ἐπῳδὰς ἐπᾴδειν <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.6.10</span> sq.; ἐπῳδαῖς ἁλίσκεσθαι <span class="bibl">Anaxandr.33.13</span>; οὔτε φάρμακα..οὐδ' αὖ ἐπῳδαί <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 426b</span> ; <b class="b3">θυσίαι καὶ ἐ</b>. ib.<span class="bibl">364b</span> ; τὰς θυσίας καὶ τελετὰς καὶ τὰς ἐ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>202e</span>, etc.: c. gen. obj., [[charm for]] or <b class="b2">against.</b>., τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>649</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> apptly., = [[ἐπῳδός]] ''ΙΙ'', Poet.<span class="title">Oxy.</span>661.21 (pl.).</span> | |Definition=Ion. and poet. ἐπᾰοιδή, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[song sung to]] or [[over]]: hence, [[enchantment]], [[spell]], ἐπαοιδῇ δ' αἷμα..ἔσχεθον <span class="bibl">Od.19.457</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.217</span>; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 582</span>; of the Magi, <span class="bibl">Hdt.1.132</span>; μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span> 174</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1194</span>; ἐπῳδὰς ἐπᾴδειν <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.6.10</span> sq.; ἐπῳδαῖς ἁλίσκεσθαι <span class="bibl">Anaxandr.33.13</span>; οὔτε φάρμακα..οὐδ' αὖ ἐπῳδαί <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 426b</span>; <b class="b3">θυσίαι καὶ ἐ</b>. ib.<span class="bibl">364b</span>; τὰς θυσίας καὶ τελετὰς καὶ τὰς ἐ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>202e</span>, etc.: c. gen. obj., [[charm for]] or <b class="b2">against.</b>., τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>649</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> apptly., = [[ἐπῳδός]] ''ΙΙ'', Poet.<span class="title">Oxy.</span>661.21 (pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:50, 22 May 2021
English (LSJ)
Ion. and poet. ἐπᾰοιδή, ἡ, A song sung to or over: hence, enchantment, spell, ἐπαοιδῇ δ' αἷμα..ἔσχεθον Od.19.457, cf. Pi.P.4.217; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι S.Aj. 582; of the Magi, Hdt.1.132; μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν A.Pr. 174, cf. S.OC1194; ἐπῳδὰς ἐπᾴδειν X.Mem.2.6.10 sq.; ἐπῳδαῖς ἁλίσκεσθαι Anaxandr.33.13; οὔτε φάρμακα..οὐδ' αὖ ἐπῳδαί Pl.R. 426b; θυσίαι καὶ ἐ. ib.364b; τὰς θυσίας καὶ τελετὰς καὶ τὰς ἐ. Id.Smp.202e, etc.: c. gen. obj., charm for or against.., τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ A.Eu.649. II apptly., = ἐπῳδός ΙΙ, Poet.Oxy.661.21 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπῳδή: Ἰων. καὶ ποιητ. ἐπαοιδή, ἡ, ᾆσμα ἀδόμενον ἐπί τινος, μαγικὸν ᾆσμα, μαγικοὶ λόγοι, μαγγανεία, ἐνχρήσει πρὸ πάντων πρὸς θεραπείαν τραυμάτων, ἐπαοιδῇ δ’ αἷμα... ἔσχεθεν Ὀδ. Τ. 457, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 384· οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι, δὲν εἶναι ἴδιον σοφοῦ ἰατροῦ νὰ θρηνολογῇ ἐπῳδὰς ἐπὶ ἕλκους ἀπαιτοῦντος ἐντομήν, Σοφ. Αἴ. 582· ἐπὶ τῶν Μάγων, Ἡρόδ. 1. 132· καὶ μ’ οὔτε μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 174· φίλων ἐπῳδαῖς Σοφ. Ο. Κ. 1194, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 10 κἑξ.· ποίαις ἐπῳδαῖς ἢ λόγοις ἁλίσκεσθαι Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 16· οὔτε φάρμακα..., οὐδ’ αὖ ἐπῳδαὶ Πλάτ. Πολ. 426Β· θυσίαι καὶ ἐπ. αὐτόθι 364Β· τὰς τελετὰς καὶ τὰς ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 202Ε, κτλ.: μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, μαγεία διά τι ἢ ἐναντίον τινός..., τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησε πατὴρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 649.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
chant ou parole magique, charme, particul. pour guérir une blessure ; p. ext. chant ou parole pour adoucir une souffrance, parole de consolation ; charme, amulette contre, gén..
Étymologie: ἐπί, ᾠδή.
Spanish
conjuro, fórmula para alejar un mal, cántico, himno, hechizo, encantamiento
Greek Monolingual
η (AM ἐπωδή
Α και ἐπαοιδή)
μαγική ωδή, ξόρκι, μαγγανεία («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)
αρχ.
1. μαγεία για κάτι ή εναντίον κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν πατήρ», Αισχύλ.)
2. ευχάριστο τραγούδι
3. ἐπῳδὸς άσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωδή, συνηρημένος τ. του αοιδή (< αείδω «τραγουδώ» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. άδω) που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα αοιδ- του θ. αειδ-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. διαφορά μεταξύ τών ομόρριζων επωδή και ἐπῳδὸς. Επωδή σημαίνει «ξόρκι», ενώ η λ. επῳδός δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο μέρος ενός τραγουδιού» (πρβλ. ρεφραίν)].
Greek Monotonic
ἐπῳδή: Ιων. και ποιητ. ἐπαοιδή, ἡ, μαγευτικό τραγούδι, γήτευμα, μάγια, ξόρκι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικ., ξόρκι για ή εναντίον ενός πράγματος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῳδή: эп.-ион. ἐπαοιδή ἡ
1) эпода, волшебная песнь, магический заговор, заклинание Her., Plut.; ἐπαοιδῇ αἷμα ἔσχεθον Hom. (дети Автолика) заговором остановили кровотечение (у Одиссея); οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι Soph. не в обычае умного врача унимать заклинаниями зло, которое должно быть отсечено (железом); αἱ περὶ τὰς ἐπῷδάς Arst. заклинательницы, волшебницы;
2) целительное средство: τούτων ἐπῳδὰς οὐκ ἐποίησεν πατήρ Aesch. средств против этого (т. е. смерти) не создал Отец (т. е. Зевс);
3) слово утешения (μελίγλωσσος Aesch.; φίλων Soph.);
4) заклинательница Arst.
Middle Liddell
a song sung to or over: an enchantment, charm, spell, Od., Hdt., attic: c. gen. objecti, a charm for or against a thing, Aesch.