ἀταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀταλαίπωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να καταβληθεί [[πολύς]] [[κόπος]] («[[οὕτως]] [[ἀταλαίπωρος]] τοῖς πολλοῑς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.
|mltxt=[[ἀταλαίπωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[χωρίς]] να καταβληθεί [[πολύς]] [[κόπος]] («[[οὕτως]] [[ἀταλαίπωρος]] τοῖς πολλοῖς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ανίκανος]] να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:00, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλαίπωρος Medium diacritics: ἀταλαίπωρος Low diacritics: αταλαίπωρος Capitals: ΑΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ
Transliteration A: atalaípōros Transliteration B: atalaipōros Transliteration C: atalaiporos Beta Code: a)talai/pwros

English (LSJ)

ον,
A not painstaking, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20. Adv. ἀταλαιπώρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr.254; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35; ἀ. διάγειν Ph.1.18; ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16.
II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy, ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55.
2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv. ἀταλαιπώρως = without incurring fatigue, without making an effort, carelessly, indifferently, Id.Acut.33.
III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also ἀταλαιπώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv. ἀταλαιπωρήτως Hsch. s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec.204.

German (Pape)

[Seite 383] ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, sie kümmern sich so wenig darum, Thuc. 1, 20, was Arr. 6, 11, 8 nachahmt. – Adv. ἀταλαιπώρως, διέκειτο ἡ ποίησις Ar. B. A. 457, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλαίπωρος: -ον, ὁ ἄνευ κόπου ἤ ὑπομονῆς, ἀδιάφορος, ἀμελής, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. ἀνίκανος νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον Πολυδ. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.
Étymologie: ἀ, ταλαίπωρος.

Spanish (DGE)

(ἀτᾰλαίπωρος) -ον
I 1de abstr. no esforzado, negligente οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20, cf. Ph.1.1, ἀ. τῆς ἀληθείας ἀκοή Ael.Fr.136
de pers. que rehuye las fatigas, incapaz de esforzarse, indolente ἄνθρωποι Hp.Aër.1, cf. 21, Arr.Epict.1.29.55, 2.20.20, ὅσοι ... τρόπον ἀταλαίπωρον ζῶσι Hp.Prorrh.2.8
fig. de aguas estancadas inactivo, que no corre Ruf. en Orib.5.3.1.
II que no puede soportar el sufrimiento, desgraciado, de pers. mísero ἀταλαίπωροι μὲν οὖν ἑκάτεροι καὶ ἐλεεῖσθαι δίκαιοι ... ἀταλαίπωροι δὲ καὶ ἡμεῖς Gal.8.955.
III adv. ἀταλαιπώρως
1 negligentemente οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρωςποίησις διέκειτο Ar.Fr.265, οὕτως ἀταλαιπώρως ἔχουσι πρὸς τὴν ἀληθείας ζήτησιν Gal.1.97, τοῖς ἀ. ἀκούουσιν Simp.in Cael.143.16.
2 sin esfuerzo, con facilidad, sin fatigarse ἀρριγέως καὶ ἀθαλπέως καὶ ἀταλαιπώρως Hp.Acut.33, ἀταλαιπώρως κρατοῦσι τῆς πόλεως Memn.28.8, ἵνα ῥᾳδίως καὶ ἀταλαιπώρως τὸ δίκαιον ἡμῖν ἀποτέκωσιν Plu.2.964c, ἀπόνως καὶ ἀταλαιπώρως ... διάξουσιν Ph.1.18, οὐκ ἀταλαιπώρως ἐχειρώσατο D.C.49.35.1, τὰ πράγματα οὐκ ἀταλαιπώρως ἐχώρησεν εἰς τὸ βέλτιον D.C.Epit.9.7.5.

Greek Monolingual

ἀταλαίπωρος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται χωρίς να καταβληθεί πολύς κόποςοὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας», Θουκ.)
2. ο ανίκανος να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.

Greek Monotonic

ἀταλαίπωρος: -ον, αυτός που δεν έχει υπομονή, αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, αδιάφορος, απερίσκεπτος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀταλαίπωρος: не заботящийся, беспечный, равнодушный (τινος Thuc.).

Middle Liddell


without pains or patience, indifferent, careless, Thuc.

English (Woodhouse)

taking no trouble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)