ἀντήρης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 :")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀντήρης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[противоположный]], [[противолежащий]] ([[χώρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> направленный прямо в упор: ἀντήρεις στερνῶν πληγαί Soph. удары в грудь; [[λαβεῖν]] τινα ἀντήρη Eur. схватиться с кем-л. лицом к лицу;<br /><b class="num">3)</b> [[вражеский]] ([[δεξιά]] Eur.).
|elrutext='''ἀντήρης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[противоположный]], [[противолежащий]] ([[χώρα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[направленный прямо в упор]]: ἀντήρεις στερνῶν πληγαί Soph. удары в грудь; [[λαβεῖν]] τινα ἀντήρη Eur. схватиться с кем-л. лицом к лицу;<br /><b class="num">3)</b> [[вражеский]] ([[δεξιά]] Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντήρης Medium diacritics: ἀντήρης Low diacritics: αντήρης Capitals: ΑΝΤΗΡΗΣ
Transliteration A: antḗrēs Transliteration B: antērēs Transliteration C: antiris Beta Code: a)nth/rhs

English (LSJ)

Dor. ἀντάρης, ες, poet. Adj.
A set over against, opposite, λαβεῖν τινὰ ἀντήρη meet face to face in battle, E.Ph.754, cf. 1367; ἀντήρεις στέρνων πληγάς = blows on the breast, S.El.89: c. gen., Φοινίκας ἀντήρης χώρα = over against, facing it, E.Tr.221 (lyr.): c. dat., ἀντήρης τινί = opposite to a thing, Id.IA224; ἀντάρης ὄψεσι, of the bat, hostile to, S.Fr.747 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 248] ες (von ἄρω, od. süffixum -ήρης) gegenüber stehend, gelegen, χώρα Eur. Tr. 225; feindlich, Phoen. 761. 1376; πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις, Schläge gegen die Brust, Soph. El. 89.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντήρης: ες: (ἀντὶ -ήρης· ἴδε ἐπιθετ. κατάληξιν -ήρης): - ποιητ. ἐπίθ., ὁ τεθειμένος ἐναντίον τινός, ὁ ἀπέναντι, καί μοι γένοιτ’ ἀδελφὸν ἀντήρη λαβεῖν, εὔχομαι νὰ συναντηθῶ [ἐν τῇ μάχῃ] πρόσωπον πρὸς πρόσωπον μὲ τὸν ἀδελφὸν μου, Εὐρ. Φοίν. 754, πρβλ. 1367· ἀντήρεις... στέρνων πληγάς, κτυπήματα κατὰ τοῦ στήθους (πρὸς ἔνδειξιν βαθείας λύπης), Σοφ. Ἠλ. 89: - μετὰ γεν., Φοινίκας ἀντήρη χώραν, χώραν ἀπέναντι ἢ καταντικρὺ τῆς Φοινίκης ἢ κάλλιον τῆς Καρχηδόνος, ἥτις ἦτο ἀποικία τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221· μετὰ δοτ., ἀντήρεις καμπαῖσι δρόμων, ἀπέναντι τῶν κάμπων τῶν δρόμων, ὁ αὐτ. Ι. Α. 224.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 avec idée d’hostilité qui se place au-devant, adversaire, ennemi;
2 qui se fait par devant : πληγαὶ στέρνων ἀντήρεις SOPH coups reçus par devant en pleine poitrine.
Étymologie: ἀντί, ἄρω.

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): dór. ἀντάρης S.Fr.747
1 que está enfrente c. gen. Φοινίκας ἀντήρη χώραν E.Tr.221
c. dat. ἀντήρεις καμπαῖσι δρόμων E.IA 224
abs. ἀδελφὸν ἀντήρη λαβεῖν coger a mi hermano frente a frente E.Ph.754, cf. 1367
fig. c. dat. hostil ἀντάρης νυκτερὶς ὄψεσιν S.l.c.
2 que se recibe por delante ἀντήρεις ... στέρνων πλαγάς golpes descargados contra mi pecho S.El.89.

Greek Monolingual

ἀντήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει σταθεί απέναντι από κάποιον για να τον αντιμετωπίσει
2. αυτός που αντιτίθεται σε κάτι, ο εχθρικός
3. (για τόπο) εκείνος που βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντήρης: Δωρ. —άρης, -ες (ἀντί, βλ. -ήρης), τοποθετημένος απέναντι, αντίθετος, ενώπιος, σε Ευρ.· με γεν., απέναντι, κοιτώντας αντίκρυ, στον ίδ.· ἀντήρεις στέρνων πληγάς, που στοχεύουν κατευθείαν στο στήθος, σε Σοφ.· με δοτ., ἀντ. τινί, απέναντι από κάτι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντήρης:
1) противоположный, противолежащий (χώρα Eur.);
2) направленный прямо в упор: ἀντήρεις στερνῶν πληγαί Soph. удары в грудь; λαβεῖν τινα ἀντήρη Eur. схватиться с кем-л. лицом к лицу;
3) вражеский (δεξιά Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: set over against, opposite (S.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἀνταείρω raise against. So from *ἀντ(ι)-αϜέρ-ης (cf. *ἡϜελιος > ἤλιος). Blanc, RPh 66 (1992) 247-254.

Middle Liddell

ἀντί, v. -ήρης
set over against, opposite, face to face, Eur.:—c. gen. over against, facing, Eur.; ἀντήρεις στέρνων πληγάς aimed straight at the breast, Soph.:—c. dat., ἀντ. τινί opposite to a thing, Eur.