θρυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1220.png Seite 1220]] zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίθων Galen. – Übertr., weiblich, üppig, [[weibisch]]; θρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου [[εἰσί]] Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; θρυπτικόν τι προσεφθέγγετο D. Cass. 51, 12; [[spröde]], πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. θρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, [[ἐκδεδιῃτημένως]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1220.png Seite 1220]] zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίθων Galen. – Übertr., weiblich, üppig, [[weibisch]]; θρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου [[εἰσί]] Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; θρυπτικόν τι προσεφθέγγετο D. Cass. 51, 12; [[spröde]], πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. θρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, [[ἐκδεδιῃτημένως]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> brisé, énervé, mou, efféminé;<br /><b>2</b> dégoûté, qui fait le difficile.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρυπτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ θραύσῃ ἢ συντρίψῃ, τινος Γαλην. ΙΙ. Παθ., [[εὔθραυστος]]· μεταφ., [[λεπτός]], ἐκτεθηλυμμένος, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 15, Ἀπομν. 1. 2, 5· θρυπτικόν τι προσφθέγγεσθαι Δίων Κ. 51. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 2) [[σκληρός]], [[τραχύς]], [[αὐθάδης]], πρὸς τοὺς ἐραστὰς ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 3. 12.
|lstext='''θρυπτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ θραύσῃ ἢ συντρίψῃ, τινος Γαλην. ΙΙ. Παθ., [[εὔθραυστος]]· μεταφ., [[λεπτός]], ἐκτεθηλυμμένος, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 15, Ἀπομν. 1. 2, 5· θρυπτικόν τι προσφθέγγεσθαι Δίων Κ. 51. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 2) [[σκληρός]], [[τραχύς]], [[αὐθάδης]], πρὸς τοὺς ἐραστὰς ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 3. 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> brisé, énervé, mou, efféminé;<br /><b>2</b> dégoûté, qui fait le difficile.<br />'''Étymologie:''' [[θρύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρυπτικός Medium diacritics: θρυπτικός Low diacritics: θρυπτικός Capitals: ΘΡΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thryptikós Transliteration B: thryptikos Transliteration C: thryptikos Beta Code: qruptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able to break or crush, λίθων Dsc.1.121, cf. Gal.8.409. II Pass., easily broken: metaph., delicate, effeminate, X. Cyr.8.8.15 (Comp.), Mem.1.2.5; σώματα cj. in Max.Tyr.10.2; θ. τι προσφθέγγεσθαι D.C.51.12. Adv. -κῶς Ael.NA2.11, Poll.6.185. 2 saucy, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael.VH3.12.

German (Pape)

[Seite 1220] zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίθων Galen. – Übertr., weiblich, üppig, weibisch; θρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου εἰσί Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; θρυπτικόν τι προσεφθέγγετο D. Cass. 51, 12; spröde, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. θρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, ἐκδεδιῃτημένως.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 brisé, énervé, mou, efféminé;
2 dégoûté, qui fait le difficile.
Étymologie: θρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

θρυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ θραύσῃ ἢ συντρίψῃ, τινος Γαλην. ΙΙ. Παθ., εὔθραυστος· μεταφ., λεπτός, ἐκτεθηλυμμένος, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 15, Ἀπομν. 1. 2, 5· θρυπτικόν τι προσφθέγγεσθαι Δίων Κ. 51. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 2) σκληρός, τραχύς, αὐθάδης, πρὸς τοὺς ἐραστὰς ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 3. 12.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θρυπτικός, -ή, -όν) θρύπτω
1. ικανός στο να συντρίβει
2. εύθραυστος
αρχ.
(για ανθρώπους)
1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος
2. σκληρός, αυθάδης.
επίρρ...
θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς)
με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα.

Greek Monotonic

θρυπτικός: -ή, -όν, αυτός που σπάζει εύκολα, εύθραστος· μεταφ., λεπτός, κομψός, εκλεπτυσμένος, εκθηλυσμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θρυπτικός: расслабленный, немощный, изнеженный Xen., Plut.

Middle Liddell

θρυπτικός, ή, όν
easily broken: metaph. delicate, effeminate, Xen. [from θρύπτω