φονεύω: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[φονεύω]] | |sltr=[[φονεύω]] [[murder]] Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας [[χειρῶν]] [[ὕπο]] κρατερᾶν ἄνελε (P. 11.17) | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 12:30, 3 September 2022
English (LSJ)
A murder, kill, τινα Hdt.1.35, 211, al., A.Th.340 (lyr.), S.OT716, etc.; c. dupl. acc., [φόνον] φ. τινά Sch.E.Hec.335: abs., καὶ τίς φονεύει; S.Ant.1174, cf. El.34:—Pass., to be slain, Pi.P.11.17, E.IA1317 (lyr.), Th.8.95. 2 of an animal, ἐὰν . . ζῷον . . τι φονεύσῃ τινά Pl.Lg.873e. 3 stain with blood, φασγάνῳ δέρην E.IA875 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1298] morden, tödten, umbringen, τινά, von Her. an sehr häufig. – Pass., Pind. P. 11, 17, Aesch. Spt. 323, Soph. oft u. Eur.
Greek (Liddell-Scott)
φονεύω: μέλλ. -σω, ὡς καὶ νῦν, ἀποκτείνω, «σκοτώνω», τινὰ Ἡρόδ. 1. 35. 211, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 341, Σοφ., κλπ.· μετὰ διπλῆς αἰτ., φόνον φ. τινὰ Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 335· ― ἀπολ., καὶ τίς φονεύει; Σοφ. Ἀντ. 1173, πρβλ. Ἠλ. 34. ― Παθ., φονεύομαι, «σκοτώνομαι», Πινδ. Π. 11. 25, Εὐρ. Ι. Α. 1317, Θουκ. 8. 95. 2) ἐπὶ ζῴων, ἐὰν ζῷον... τι φονεύῃ τινὰ Πλάτ. Νόμ. 873Ε.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐφόνευσα, etc.
tuer.
Étymologie: φονεύς.
English (Slater)
φονεύω murder Ὀρέστα· τὸν δὴ φονευομένου πατρὸς Ἀρσινόα Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἄνελε (P. 11.17)
English (Strong)
from φονεύς; to be a murderer (of): kill, do murder, slay.
English (Thayer)
future φονεύσω; 1st aorist ἐφόνευσα; (φονεύς); from (Pindar, Aeschylus), Herodotus down; the Sept. mostly for רָצֵח, also for הָרַג, הִכָּה, etc.; to kill, slay, murder; absolutely, to commit murder (A. V. kill): οὐ (which see 6) φονεύσεις, μή φονεύσῃς, τινα: James 5:6.
Greek Monolingual
ΝΜΑ φονεύς
αφαιρώ τη ζωή κάποιου με βίαιο τρόπο, θανατώνω, σκοτώνω
αρχ.
κηλιδώνω με αίμα, λερώνω με αίμα.
Greek Monotonic
φονεύω: μέλ. -σω, φονεύω, σκοτώνω, θανατώνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., φονεύομαι, σε Ευρ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
φονεύω: убивать, умерщвлять (τινά Pind., Her., Trag., Plat.): τίς φονεύει; Soph. кто убийца?; δίκαι τῶν φονευσάντων πάρα Soph. возмездие убийцам.
Middle Liddell
φονεύω, fut. -σω [from φονεύς
to murder, kill, slay, Hdt., Aesch., etc.: —Pass. to be slain, Eur., Thuc.
Chinese
原文音譯:foneÚw 賀扭哦
詞類次數:動詞(12)
原文字根:謀殺 相當於: (רָצַח)
字義溯源:謀殺,殺,殺人,殺害;源自(φονεύς)=謀殺犯),而 (φονεύς)出自(φόνος)=謀殺), (φόνος)又出自(φαιλόνης / φελόνης)X*=殺)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(12);太(5);可(1);路(1);羅(1);雅(4)
譯字彙編:
1) 殺人(7) 太5:21; 太19:18; 可10:19; 路18:20; 羅13:9; 雅2:11; 雅2:11;
2) 殺害(2) 太23:31; 雅5:6;
3) 你們⋯殺的(1) 太23:35;
4) 你們殺害(1) 雅4:2;
5) 殺人的(1) 太5:21