στυγνάζω: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0958.png Seite 958]] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N. T. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> être d'humeur sombre;<br /><b>2</b> avoir l'air sombre ; <i>fig.</i> στυγνάζει ὁ [[οὐρανός]] le ciel est sombre, menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[στυγνός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στυγνάζω''': μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ [[πρόσωπον]] Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. [[στυγνότης]]. | |lstext='''στυγνάζω''': μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ [[πρόσωπον]] Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. [[στυγνότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 09:05, 2 October 2022
English (LSJ)
(στυγνός) to have a gloomy, lowering look, ἐπὶ τῷ λόγῳ Ev.Marc.10.22: abs., PMag.Leid.W.5.5, Steph.in Hp.2.514D.; of threatening weather, Ev.Matt.16.3.
German (Pape)
[Seite 958] traurig od. betrübt sein. traurig, finster aussehen. N. T.
French (Bailly abrégé)
1 être d'humeur sombre;
2 avoir l'air sombre ; fig. στυγνάζει ὁ οὐρανός le ciel est sombre, menaçant.
Étymologie: στυγνός.
Greek (Liddell-Scott)
στυγνάζω: μέλλ. -άσω, (στυγνὸς) ἔχω ὄψιν σκοτεινήν, κατηφῆ, ἐπὶ τῷ λόγῳ Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ι΄, 22· στ. τὸ πρόσωπον Εὐμάθ. 98· - ἀπολ., ἐπὶ ἐπικειμένης θυέλλης, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 3· πρβλ. στυγνότης.
English (Strong)
from the same as στυγνητός; to render gloomy, i.e. (by implication) glower (be overcast with clouds, or sombreness of speech): lower, be sad.
English (Thayer)
1st aorist participle στυγνάσας; (στυγνός sombre, gloomy); to be sad, to be sorrowful: properly, ἐπί τίνι (R. V. his countenance fell at etc.), A. V. to be towering), T brackets WH reject the passage). (Schol. on Aeschylus Pers. 470; the Sept. thrice for שָׁמֵן, to be amazed, astonished, ἐπί τινα, στυγνότης, of the gloominess of the sky, Polybius 4,21, 1.)
Greek Monolingual
ΜΑ στυγνός
είμαι ή φαίνομαι λυπημένος, κατηφής
αρχ.
μτφ. (για τον ουρανό) είμαι συννεφιασμένος και προμηνύω θύελλα («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ).
Greek Monotonic
στυγνάζω: μέλ. -άσω, δείχνω μελαγχολικός, είμαι λυπημένος, κατσουφιάζω, στραβομουτσουνιάζω, σε Καινή Διαθήκη· λέγεται για τον καιρό, έχει συννεφιά, απειλείται να ξεσπάσει καταιγίδα, στο ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυγνάζω [στυγνός] treurig of somber worden of zijn.
Russian (Dvoretsky)
στυγνάζω:
1) быть в смущении (ἐπὶ τῷ λόγῳ NT);
2) быть пасмурным (οὐρανὸς στυγνάζων NT).
Middle Liddell
στυγνάζω, fut. -άσω
to look gloomy, be sorrowful, NTest.; of weather, to be gloomy, lowering, NTest.
Chinese
原文音譯:stugn£zw 士替格那索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(使成)暗色
字義溯源:(使)發黑,臉上變了色,憂愁,震動,卑劣;源自(στυγητός)=怨恨的),而 (στυγητός)出自(στυγνάζω)X*=恨惡)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 臉上就變了色(1) 可10:22;
2) 發黑(1) 太16:3