ἀλκί: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0100.png Seite 100]] dat. vom veralteten ἄλξ, s. [[ἀλκή]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0100.png Seite 100]] dat. vom veralteten ἄλξ, s. [[ἀλκή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dat. de</i> *ἄλξ;<br />force : ἀλκὶ πεποιθώς IL confiant dans sa force.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλκή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλκί''': [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς ([[πεντάκις]]) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ [[ἅπαξ]] ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949. | |lstext='''ἀλκί''': [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς ([[πεντάκις]]) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ [[ἅπαξ]] ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], metapl. poet. dat. of ἀλκή, might, strength: λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς Il.5.299, cf. Od.6.130, Thgn.949; of Hector, Il.18.158, cf. Nonn.D.39.34, etc.
Spanish (DGE)
v. ἄλξ.
German (Pape)
[Seite 100] dat. vom veralteten ἄλξ, s. ἀλκή.
French (Bailly abrégé)
dat. de *ἄλξ;
force : ἀλκὶ πεποιθώς IL confiant dans sa force.
Étymologie: cf. ἀλκή.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκί: [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς (πεντάκις) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ ἅπαξ ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949.
English (Autenrieth)
see ἀλκή.
Greek Monolingual
ἀλκί (Α)
ποιητικός τύπος δοτικής του αλκή κατά μεταπλασμό
«ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299
έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ- (βλ. και ἄλαλκε).
ΠΑΡ. ἀλκή.
Greek Monotonic
ἀλκί: [ῐ], ετερόκλ. δοτ. του ἀλκή (όπως αν προερχόταν από το ἄλξ), δύναμη, ισχύς, ἀλκὶ πεποιθώς, λέγεται για άγρια ζώα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκί: dat. к *ἄλξ.
Middle Liddell
[heteroclit. of ἀλκή as if from ἄλξ]
might, strength, ἀλκὶ πεποιθώς, of wild beasts, Hom.