ἄοκνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; [[βλάβη]] Tr. 839, nach Schol. [[ἀμέλλητος]]; im Ggstz von [[μελλητής]] Thuc. 1, 70; [[προθυμία]] ἀοκνοτάτη 1, 74; [[δύναμις]], [[στρατηγός]], Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; [[βλάβη]] Tr. 839, nach Schol. [[ἀμέλλητος]]; im Ggstz von [[μελλητής]] Thuc. 1, 70; [[προθυμία]] ἀοκνοτάτη 1, 74; [[δύναμις]], [[στρατηγός]], Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> diligent, actif;<br /><b>2</b> pressant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὄκνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄοκνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, [[ἐνεργός]], φιλεργός, [[ἔνθα]] κ’ [[ἄοκνος]] ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· [[φύλαξ]] Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· [[πρός]] τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, [[ὅστις]] μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] [[ἄοκνος]], μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. [[ἀόκνως]], [[ἄνευ]] ὄκνου, [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως [[ὁτιοῦν]] Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.
|lstext='''ἄοκνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, [[ἐνεργός]], φιλεργός, [[ἔνθα]] κ’ [[ἄοκνος]] ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· [[φύλαξ]] Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· [[πρός]] τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, [[ὅστις]] μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] [[ἄοκνος]], μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. [[ἀόκνως]], [[ἄνευ]] ὄκνου, [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως [[ὁτιοῦν]] Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> diligent, actif;<br /><b>2</b> pressant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὄκνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοκνος Medium diacritics: ἄοκνος Low diacritics: άοκνος Capitals: ΑΟΚΝΟΣ
Transliteration A: áoknos Transliteration B: aoknos Transliteration C: aoknos Beta Code: a)/oknos

English (LSJ)

ον, without hesitation, resolute, ἀνήρ Hes.Op.495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον S.Aj.563; ἄοκνος πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἄοκνος Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.Ep.3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3; ἄοκνος βλάβη = pressing mischief, present mischief, S.Tr.841. Adv. ἀόκνως = without hesitation, Hp. Art.38, Pl.Lg.649b, Orib.Syn.Praef.: Sup. ἀοκνότατα X.Cyr.1.4.2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1diligente, ἀνήρ Hes.Op.495, φύλαξ S.Ai.563, τόλμα Hyp.Epit.17, ἕψομαι γ' ἄοκνος Cleanth.Fr.Poet.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. LXX Pr.6.11a
c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.Ep.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3.
2 que no prevé ὧν ἅδ' ἁ τλάμων ἄοκνος S.Tr.841 (cj.).
II adv.
1 ἀόκνως = sin duda, de forma resuelta διορθοῦν ἀόκνως Hp.Art.38, cf. Pl.Lg.649b, 1Ep.Clem.33.8, IGBulg.12.13.31 (Dionisópolis I a.C.), PSI 621.6 (III a.C.), UPZ 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.AI 5.238, Orib.Syn.praef.2.
2 ἀοκνότατα = muy diligentemente ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.Cyr.1.4.2.

German (Pape)

[Seite 272] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; βλάβη Tr. 839, nach Schol. ἀμέλλητος; im Ggstz von μελλητής Thuc. 1, 70; προθυμία ἀοκνοτάτη 1, 74; δύναμις, στρατηγός, Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 diligent, actif;
2 pressant.
Étymologie: , ὄκνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοκνος: -ον, ὁ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, ἐνεργός, φιλεργός, ἔνθα κ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· φύλαξ Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· πρός τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, ὅστις μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνος, μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. ἀόκνως, ἄνευ ὄκνου, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄοκνος, -ον)
νεοελλ.
ακούραστος, δραστήριος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι διστακτικός, ο αποφασιστικός
2. φρ. «ἄοκνος βλάβη» — επικείμενη συμφορά.

Greek Monotonic

ἄοκνος: -ον, αυτός που δεν έχει δισταγμό ή ενδοιασμό, αποφασιστικός, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, εργατικός, ακούραστος, φιλόπονος, σε Ησίοδ., Σοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄοκνος: деятельный, энергичный, быстрый, неутомимый (ἀνήρ Hes.; φύλαξ Soph.; προθυμία Thuc.; τινος Soph. и πρός τι или ἔν τινι Plut.).

Middle Liddell


without hesitation, untiring, Hes., Soph., Thuc.

English (Woodhouse)

unhesitating

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)