κνίσμα: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rognure, raclure;<br /><b>2</b> égratignure ; <i>fig.</i> pique, brouille passagère, querelle futile.<br />'''Étymologie:''' [[κνίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rognure, raclure;<br /><b>2</b> égratignure ; <i>fig.</i> pique, brouille passagère, querelle futile.<br />'''Étymologie:''' [[κνίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κνίσμα -τος, τό [κνίζω] afschraapsel, stukje:; κνίσμα πυρός sprankje vuur AP 12.82.4; schram:. κνίσματ’ ὄνυξιν schrammen door de nagels AP 12.67.4. plagerij, kwelling:. ταύτης... δύνει κνίσμα καὶ ἐς κραδίην haar plagerij dringt zelfs tot diep in mijn hart door AP 5.157.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνίσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[обрезок]], [[клочок]] (κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[царапина]]: (κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, sc. τοῦ αἰετοῦ Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[мелкая ссора]]: τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. размолвки влюбленных. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κνίσμα:''' -ατος, τό ([[κνίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ. | |lsmtext='''κνίσμα:''' -ατος, τό ([[κνίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κνίσμα''': τό, ([[κνίζω]]) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα [[αὐτόθι]] 7. 129, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κνίσμα]], ατος, τό, [[κνίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in plural [[scrapings]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> scratches, Anth.: quarrels, Anth. | |mdlsjtxt=[[κνίσμα]], ατος, τό, [[κνίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in plural [[scrapings]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> scratches, Anth.: quarrels, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, in plural, scratches, μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει; AP 12.67; μή σε [κν] ισμάτων [γεύσω] dub. in Herod.9.4: metaph., irritation, Phld.Lib.p.16 O.; of lovers' quarrels, AP7.219 (Pomp. Jun.).
German (Pape)
[Seite 1461] τό, das Reizen, der Reiz zur Liebe, eigtl. Neckereien u. Anreizungen der Verliebten unter einander durch Kneipen u. Zwicken; τὰ ποθούντων κνίσματα Pompei. 2 (VII, 219); neben φίλημα Strat. 51 (XII, 309); κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν Ep. ad. 6 (XII, 67), u. öfter in der Anth.; – das Abgekniffene, Abgebrochene, der Brocken, κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat. Hipp. mai. 304 a.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 rognure, raclure;
2 égratignure ; fig. pique, brouille passagère, querelle futile.
Étymologie: κνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνίσμα -τος, τό [κνίζω] afschraapsel, stukje:; κνίσμα πυρός sprankje vuur AP 12.82.4; schram:. κνίσματ’ ὄνυξιν schrammen door de nagels AP 12.67.4. plagerij, kwelling:. ταύτης... δύνει κνίσμα καὶ ἐς κραδίην haar plagerij dringt zelfs tot diep in mijn hart door AP 5.157.2.
Russian (Dvoretsky)
κνίσμα: ατος τό
1) обрезок, клочок (κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat.);
2) царапина: (κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν, sc. τοῦ αἰετοῦ Anth.);
3) мелкая ссора: τὰ ποθεύντων κνίσματα Anth. размолвки влюбленных.
Greek Monolingual
κνίσμα, τὸ (Α) κνίζω
1. στον πληθ. τὰ κνίσματα
α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.)
β) μτφ. έριδες, τσακωμοί
2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός
3. θραύσμα, τρίμμα.
Greek Monotonic
κνίσμα: -ατος, τό (κνίζω),
I. στον πληθ., αποξέσματα, μικρά κομματάκια, σε Πλάτ.
II. ξύσματα, σε Ανθ.· φιλονικίες, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κνίσμα: τό, (κνίζω) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67· ἐντεῦθεν μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα αὐτόθι 7. 129, κτλ.
Middle Liddell
κνίσμα, ατος, τό, κνίζω
I. in plural scrapings, Plat.
II. scratches, Anth.: quarrels, Anth.