παρεῖπον: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>sbj. 3ᵉ sg.</i> παρείπῃ, <i>part.</i> παρειπών;<br /><i>ao.2 d'un verbe sans autre temps et de même sign. que</i> [[παράφημι]] : parler d'une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εἶπον]]. | |btext=<i>sbj. 3ᵉ sg.</i> παρείπῃ, <i>part.</i> παρειπών;<br /><i>ao.2 d'un verbe sans autre temps et de même sign. que</i> [[παράφημι]] : parler d'une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[εἶπον]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρ-εῖπον, ep. aor. soms πᾱρειπ- < παρϜειπ-, aanraden:; αἴσιμα π. een juist advies geven Il. 6.62; overreden:. μή σε παρείπῃ... Θέτις dat Thetis je heeft omgepraat Il. 1.555. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρεῖπον:''' aor. 2 к [[παράφημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], το [[παρά]]-φημι ή το <i>παρ-[[αγορεύω]]</i>, χρησιμ. στη [[θέση]] του ενεστ.· [[πείθω]] με πλάγια μέσα, [[αλλάζω]] σε κάποιον [[γνώμη]], τον [[κατανικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>παρειπών</i>, με την δική [[σου]] [[πειθώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., [[δίνω]] [[συμβουλή]], <i>αἴσιμα παρειπών</i>, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι [[μακρά]], <i>πᾱρειπών</i>, <i>πᾱρειποῦσα</i>, ο [[αρχικός]] [[τύπος]] είναι <i>παρϜειπών</i>). | |lsmtext='''παρεῖπον:''' αόρ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], το [[παρά]]-φημι ή το <i>παρ-[[αγορεύω]]</i>, χρησιμ. στη [[θέση]] του ενεστ.· [[πείθω]] με πλάγια μέσα, [[αλλάζω]] σε κάποιον [[γνώμη]], τον [[κατανικώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· <i>παρειπών</i>, με την δική [[σου]] [[πειθώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., [[δίνω]] [[συμβουλή]], <i>αἴσιμα παρειπών</i>, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι [[μακρά]], <i>πᾱρειπών</i>, <i>πᾱρειποῦσα</i>, ο [[αρχικός]] [[τύπος]] είναι <i>παρϜειπών</i>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[aor2, with no pres. in use, [[παρά]]-φημι or παρ-αγορεύω [[being]] used [[instead]]<br />to [[persuade]] by [[indirect]] [[means]], to [[talk]] [[over]], win [[over]], Il., Aesch.; παρειπών by thy persuasions, Il.:—c. acc. cogn. to [[give]] [[such]] and [[such]] [[advice]], αἴσιμα παρειπών Il. [In Il. the [[first]] [[syllable]] is [[long]], πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, the orig. [[form]] having been παρϝειπών.] | |mdlsjtxt=[aor2, with no pres. in use, [[παρά]]-φημι or παρ-αγορεύω [[being]] used [[instead]]<br />to [[persuade]] by [[indirect]] [[means]], to [[talk]] [[over]], win [[over]], Il., Aesch.; παρειπών by thy persuasions, Il.:—c. acc. cogn. to [[give]] [[such]] and [[such]] [[advice]], αἴσιμα παρειπών Il. [In Il. the [[first]] [[syllable]] is [[long]], πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, the orig. [[form]] having been παρϝειπών.] | ||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
aor. 2 with no pres, in use, παράφημι being used, talk over, win over, Il.1.555, 6.337, A.Pr.131 (lyr.); εἰ… θυμὸν ὀρίναις παρειπών by thy persuasions, Il.11.793, cf. 15.404: c. acc. cogn., give such and such advice, αἴσιμα παρειπών 6.62, 7.121. [In Il. πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, i.e. παρϝειπών, -οῦσα; but μή σε πᾰρείπῃ 1.555.]
German (Pape)
[Seite 512] aor. II. zu παράφημι, bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας μόγις παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]
French (Bailly abrégé)
sbj. 3ᵉ sg. παρείπῃ, part. παρειπών;
ao.2 d'un verbe sans autre temps et de même sign. que παράφημι : parler d'une façon détournée ; persuader par des moyens indirects.
Étymologie: παρά, εἶπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εῖπον, ep. aor. soms πᾱρειπ- < παρϜειπ-, aanraden:; αἴσιμα π. een juist advies geven Il. 6.62; overreden:. μή σε παρείπῃ... Θέτις dat Thetis je heeft omgepraat Il. 1.555.
Russian (Dvoretsky)
παρεῖπον: aor. 2 к παράφημι.
Greek (Liddell-Scott)
παρεῖπον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ παράφημι ἢ παραγορεύω, καταπείθω διὰ πλαγίων μέσων, φέρω πρὸς τὸ μέρος μου, ὡς τὸ παραπείθω, Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· ἐντεῦθεν, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, Valck. Adon. σ. 356· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., παρέχω συμβουλήν, παραινῶ, συμβουλεύω, αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, ἐπειδὴ ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι».
English (Autenrieth)
def. aor. 2, subj. παρείπῃ, part. πᾶρειπών, -οῦσα: persuade, win over.
Greek Monotonic
παρεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, το παρά-φημι ή το παρ-αγορεύω, χρησιμ. στη θέση του ενεστ.· πείθω με πλάγια μέσα, αλλάζω σε κάποιον γνώμη, τον κατανικώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· παρειπών, με την δική σου πειθώ, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., δίνω συμβουλή, αἴσιμα παρειπών, στο ίδ. (στην Ομήρ. Ιλ. η πρώτη συλλ. είναι μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, ο αρχικός τύπος είναι παρϜειπών).
Middle Liddell
[aor2, with no pres. in use, παρά-φημι or παρ-αγορεύω being used instead
to persuade by indirect means, to talk over, win over, Il., Aesch.; παρειπών by thy persuasions, Il.:—c. acc. cogn. to give such and such advice, αἴσιμα παρειπών Il. [In Il. the first syllable is long, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, the orig. form having been παρϝειπών.]