συζητέω: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire des recherches avec, τινι;<br /><b>2</b> discuter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζητέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire des recherches avec, τινι;<br /><b>2</b> discuter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζητέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συζητέω [σύν, ζητέω] samen (met...) zoeken, samen (met...) onderzoeken; met dat. discussiëren (met), redetwisten (met), met dat., met πρός + acc.: σ. πρὸς ἑαυτούς zich onder elkaar afvragen NT. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συζητέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе искать]], [[совместно исследовать]] (τινι περί τινος или [[μετά]] τινος Plat., Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[вступать в спор]], [[спорить]] (τινι и πρός τινα NT);<br /><b class="num">3)</b> (тж. σ. αὐτούς, [[varia lectio|v.l.]] πρὸς ἑαυτούς NT) спрашивать друг друга (τί ἐστιν [[τοῦτο]] NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''συζητέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναζητώ]], [[ερευνώ]] ή [[εξετάζω]] από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συζητέω]] τινί ή [[πρός]] τινα, [[συνομιλώ]] με κάποιον, [[κουβεντιάζω]], [[συνδιαλέγομαι]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συζητέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναζητώ]], [[ερευνώ]] ή [[εξετάζω]] από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συζητέω]] τινί ή [[πρός]] τινα, [[συνομιλώ]] με κάποιον, [[κουβεντιάζω]], [[συνδιαλέγομαι]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συζητέω''': ἐρευνῶ ἢ [[ἐξετάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 384C, κτλ.· τινὶ καὶ μετά τινος, [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 90Β. ΙΙ. σ. τινὶ ἢ [[πρός]] τινα, ὡς καὶ νῦν, συζητῶ ἢ φιλονεικῶ μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 9., θ΄, 29· σ. πρὸς αὐτοὺς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 27, πρβλ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 23. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
A search or examine together with, τινι Pl.Cra.384c, etc.; τινὶ περί τινος Id.Men.90b:—Pass., to be discussed, Demetr.Lac. Herc.1006 tit. II σ. τινί or πρός τινα dispute with... Act.Ap.6.9, 9.29, cf. POxy.1673.20 (ii A.D.); σ. πρὸς αὑτούς Ev.Marc. 1.27, Ev.Luc.22.23.
German (Pape)
[Seite 972] mit, zugleich, zusammen suchen, untersuchen; Plat. Crat. 384 c; συνεζητηκότες, S. Emp. adv. phys. 1, 358.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire des recherches avec, τινι;
2 discuter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ζητέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συζητέω [σύν, ζητέω] samen (met...) zoeken, samen (met...) onderzoeken; met dat. discussiëren (met), redetwisten (met), met dat., met πρός + acc.: σ. πρὸς ἑαυτούς zich onder elkaar afvragen NT.
Russian (Dvoretsky)
συζητέω:
1) вместе искать, совместно исследовать (τινι περί τινος или μετά τινος Plat., Sext.);
2) вступать в спор, спорить (τινι и πρός τινα NT);
3) (тж. σ. αὐτούς, v.l. πρὸς ἑαυτούς NT) спрашивать друг друга (τί ἐστιν τοῦτο NT).
English (Strong)
from σύν and ζητέω; to investigate jointly, i.e. discuss, controvert, cavil: dispute (with), enquire, question (with), reason (together).
English (Thayer)
(L T Tr WH συνζητέω (cf. σύν, II. at the end)), συζήτω; imperfect 3rd person singular συνεζήτει;
a. to seek or examine together (Plato).
b. in the N. T. to discuss, dispute (question (A. V. often)): absolutely (τίνι, with one, R G L); πρός τινα, T Tr WH), 16 (where read πρός αὐτούς, not with bez elz G πρός αὑτούς (see αὑτοῦ, p. 87)); πρός ἑαυτούς (L Tr WH marginal reading or πρός αὑτούς Rbez elz G) equivalent to πρός ἀλλήλους, T WH text simply αὐτούς as subjunctive); πρός ἑαυτούς with the addition of an indirect question τό τίς etc. with the optative (cf. Buttmann, § 139,60; Winer's Grammar, § 41b. 4c.), τί, with the indicative, Mark 9:10.
Greek Monotonic
συζητέω: μέλ. -ήσω,
I. αναζητώ, ερευνώ ή εξετάζω από κοινού με κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.
II. συζητέω τινί ή πρός τινα, συνομιλώ με κάποιον, κουβεντιάζω, συνδιαλέγομαι, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συζητέω: ἐρευνῶ ἢ ἐξετάζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 384C, κτλ.· τινὶ καὶ μετά τινος, περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 90Β. ΙΙ. σ. τινὶ ἢ πρός τινα, ὡς καὶ νῦν, συζητῶ ἢ φιλονεικῶ μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 9., θ΄, 29· σ. πρὸς αὐτοὺς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 27, πρβλ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 23.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to search or examine together with another, c. dat., Plat.
II. ς. τινί or πρός τινα to dispute with a person, NTest.
Chinese
原文音譯:suzhtšw 需-色帖哦
詞類次數:動詞(10)
原文字根:共同-尋求
字義溯源:共同調查,討論,辯駁,辯論,議論,對問,盤問,相問,彼此對問;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ζητέω)*=尋求)組成。參讀 (ἀνακρίνω)同義字
出現次數:總共(10);可(6);路(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 辯論(3) 可9:14; 可12:28; 徒6:9;
2) 辯駁(1) 徒9:29;
3) 你們⋯辯論(1) 可9:16;
4) 相問(1) 路24:15;
5) 對問(1) 路22:23;
6) 議論著(1) 可9:10;
7) 彼此對問(1) 可1:27;
8) 盤問(1) 可8:11