στεῖρος: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / | |mltxt=-α, -ο / στεῖρος, -α, -ον, ΝΜΑ, και [[στερρός]], -όν, Α<br />αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει [[ικανότητα]] για [[αναπαραγωγή]], [[στέρφος]] (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν.<br />β. «καὶ ἦν Σάρα στεῖρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σκέψη]], τον νου, την [[ψυχή]]) [[άγονος]], [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[ατελέσφορος]] («[[στείρα]] [[αντιπαράθεση]]»)<br /><b>2.</b> μη [[παραγωγικός]], [[άκαρπος]] («στείρο [[έδαφος]]»)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που δεν περιέχει μικροβιακά [[σπόρια]] ή τοξικά προϊόντα μικροβιακής ή μυκητιακής προέλευσης<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[στείρα]]<br />[[ονομασία]] του ψαριού [[πολυπρίων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[στεῖρος]] σχηματίστηκε μτγν. υποχωρητικά από το θηλ. [[στεῖρα]] «[[γυναίκα]] που δεν έχει αποκτήσει [[ακόμα]] [[παιδιά]], [[παρθένα]]» και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του άγονου, [[αυτού]] που δεν μπορεί να τεκτοποιήσει]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:05, 13 October 2022
English (LSJ)
ον E.Andr.711, barren, of females, ἣ στεῖρος (v.l. for στερρὸς (B)) οὖσα μόσχος E. l.c.; εὐνούχους στείρους Man.1.125.
German (Pape)
[Seite 933] (στεῤῥός, eigtl. starr, steif, vgl. στέριφος), bei Eur. Andr. 712 auch 2 Endgn, hart, vom unergiebigen Erdboden, auch von Menschen u. Thieren, unfruchtbar, Hom. nur im tom., στεῖραν βοῦν ῥέξειν, Od. 10, 522. 11, 30, vgl. 20, 186, der abweichende Accent zu bemerken, 86. auch nur im fem., von unfruchtbaren Frauen.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
adj. f. c. στεῖρα;
adj. m. eunuque.
Étymologie: p. *στέρjος, cf. lat. sterilis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεῖρος, -α, -ον onvruchtbaar, steriel:. ἦν ἡ Ἐλισάβετ στεῖρα Elizabeth was onvruchtbaar NT Luc. 1.7.
Russian (Dvoretsky)
στεῖρος: яловый, бесплодный (ἡ μόσχος Eur.; δένδρον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στεῖρος: ον Εὐρ. Ἀνδρ. 711, ὡς τὸ στέριφος ΙΙ, στεῖρος, ἄγονος, Λατ. sterilis, ἐπὶ τοῦ θήλεος, ἣ στεῖρος οὖσα μόσχος Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ εὐνούχων, Μανέθ. 1. 125. 2) θηλ. στεῖρα, ἐπὶ γυναικός, Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΑ΄, 30, ΚΕ΄, 21), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 7, 36, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 468, Λυκόφρ. 670· στείρῃσι γυναιξὶ Ὀρφ. Λιθ. 453.
English (Thayer)
στεῖρα, στειρον (equivalent to στερρός, στερεός which see; whence German starr, Latin sterilis), hard, stiff; of men and animals, barren: of a woman who does not conceive, Homer, Theocritus, the Orphica, Anthol.; the Sept. for עָקָר עֲקָרָה.)
Greek Monolingual
-α, -ο / στεῖρος, -α, -ον, ΝΜΑ, και στερρός, -όν, Α
αυτός που δεν τεκνοποιεί, που δεν έχει ικανότητα για αναπαραγωγή, στέρφος (α. «εὐνούχους στείρους», Μαν.
β. «καὶ ἦν Σάρα στεῖρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει», ΠΔ)
νεοελλ.
1. (για τη σκέψη, τον νου, την ψυχή) άγονος, χωρίς αποτέλεσμα, ατελέσφορος («στείρα αντιπαράθεση»)
2. μη παραγωγικός, άκαρπος («στείρο έδαφος»)
3. καθετί που δεν περιέχει μικροβιακά σπόρια ή τοξικά προϊόντα μικροβιακής ή μυκητιακής προέλευσης
4. το θηλ. ως ουσ. η στείρα
ονομασία του ψαριού πολυπρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. στεῖρος σχηματίστηκε μτγν. υποχωρητικά από το θηλ. στεῖρα «γυναίκα που δεν έχει αποκτήσει ακόμα παιδιά, παρθένα» και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. του άγονου, αυτού που δεν μπορεί να τεκτοποιήσει].
Greek Monotonic
στεῖρος: -ον, = στερρός II, στείρος, αυτός που δεν μπορεί να αποκτήσει απογόνους, άγονος, στέρφος, Λατ. sterilis, σε Ευρ.