μηλολόνθη: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "ὥςπερ" to "ὥσπερ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, der Goldkäfer, Arist. H. A. 1, 5; aus Ar. Nubb. 753, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' εἰς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥςπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, geht hervor, daß er den Knaben wie bei uns der Maikäfer zum Spiele diente; VLL. – Bei Suid. auch eine Blume.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] ἡ, der Goldkäfer, Arist. H. A. 1, 5; aus Ar. Nubb. 753, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' εἰς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, geht hervor, daß er den Knaben wie bei uns der Maikäfer zum Spiele diente; VLL. – Bei Suid. auch eine Blume.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:26, 29 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλολόνθη Medium diacritics: μηλολόνθη Low diacritics: μηλολόνθη Capitals: ΜΗΛΟΛΟΝΘΗ
Transliteration A: mēlolónthē Transliteration B: mēlolonthē Transliteration C: milolonthi Beta Code: mhlolo/nqh

English (LSJ)

ἡ, cockchafer, Ar.Nu.764, Artem.2.22; ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερά Arist.HA490a15,532a23; τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ ib.531b25: μηλολάνθη, Poll.9.122,124:—Dim. μηλολόνθιον, τό, Sch.Ar.V.1332.

German (Pape)

[Seite 173] ἡ, der Goldkäfer, Arist. H. A. 1, 5; aus Ar. Nubb. 753, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' εἰς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, geht hervor, daß er den Knaben wie bei uns der Maikäfer zum Spiele diente; VLL. – Bei Suid. auch eine Blume.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
hanneton, insecte.
Étymologie: DELG μῆλον ὀλόνθιον « mouton de figue ».

Russian (Dvoretsky)

μηλολόνθη:золотой жук (Melolontha aurata L, разновидность хруща) Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μηλολόνθη: ἡ, ζῳΰφιον χρυσίζον κανθάρῳ ὅμοιον, χρυσοκάνθαρος, κοινῶς «βίσβιζας», Melolonthus aurata, λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδὸς (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ παιδία δένοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ κλωστῆς καὶ ἀφίνοντες νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ βομβῇ) Ἀριστοφ. Νεφ. 763· ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12· τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ αὐτόθι 4. 7, 1· μηλολάνθη παρὰ Πολυδ. Θ΄, 122, 124, 125· - ὑποκορ. μηλολόνθιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1332.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μηλολόνθη, Α και μηλολάνθη)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων φυτοφάγων εντόμων της οικογένειας scarabeidae, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη βαριά πτήση τους και από τις σοβαρότατες ζημιές που προκαλεί η προνύμφη τους, κν. γνωστή ως λευκός σκώληκας
μσν.-αρχ.
ζωύφιο που χρυσίζει και μοιάζει με σκαθάρι, ο χρυσοκάνθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + ὄλονθος «ώριμο σύκο», δηλ. «πρόβατο του σύκου», εξαιτίας της συνήθειας του εντόμου να τρέφεται παρασιτικά με τα σύκα ή τα άνθη της συκιάς (σύνθ. του τύπου ιππο-πόταμος «ποταμήσιος ίππος»). Ο τ. μηλολάνθη κατ' επίδραση της λέξης ἄνθος.

Greek Monotonic

μηλολόνθη: ἡ, σκαραβαίος, χρυσοκάνθαρος, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: beetle, gold-beetle, dung-beetle (Ar. Νυ. 764, Arist.).
Other forms: also μηλολάνθη (Poll.), μηλάνθη (Herod.)
Compounds: χρυσο-μηλολόνθιον (Ar. V. 1341)
Derivatives: μηλολόνθιον (sch. Ar. V. 1332)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: μῆλον ὀλόνθιον, prop. "fig-sheep", from μῆλον and ὄλονθος wild fig, because many beetles are parasitic of figs and other plants; formation like ἱππο-πόταμος (for ἵππος ποτάμιος). After ἄνθος folketymologically reshaped into μηλολάνθη; from there after οἰνάνθη a. o. μηλάνθη.-- Strömberg Wortstudien 5 ff. with extensive treatment and several parallels from diverse languages.

Middle Liddell

μηλολόνθη, ἡ,
the cockchafer, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

μηλολόνθη: {mēlolónthē}
Forms: auch μηλολάνθη (Poll.), μηλάνθη (Herod.).
Grammar: f.
Meaning: ‘Käfer, Gold-, Mistkäfer’ (Ar. Νυ. 764, Arist. u. a.)
Derivative: mit μηλολόνθιον (Sch. Ar. V. 1332), χρυσομηλολόνθιον (Ar. V. 1341);
Etymology: Aus μῆλον ὀλόνθιον, eig. "Feigenschaf", von μῆλον und ὄλονθος wilde Feige, wegen der Gewohnheit vieler Käfer, an Feigen und anderen Pflanzen zu schmarotzen; Bildung wie ἱπποπόταμος (für ἵππος ποτάμιος). Nach ἄνθος volksetymologisch in μηλολάνθη umgebildet; daraus nach οἰνάνθη u. a. μηλάνθη.— Strömberg Wortstudien 5 ff. mit ausführlicher Behandlung und zahlreichen Parallelen aus verschiedenen Sprachen.
Page 2,225-226