ἰσχάνω: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσχάνω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἰσχάνω:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[сдерживать]], [[задерживать]]: Αἴαντ᾽ ἰσχανέτην (dual. impf.), [[ὥστε]] πρὼν ἰσχάνει [[ὕδωρ]] Hom. оба Эанта сдерживали (троянцев), как холм сдерживает воды; [[δέος]] ἰσχάνει ἄνδρας Hom. страх (перед мечом Посидона) сдерживает людей;<br /><b class="num">2</b> [[препятствовать]], [[мешать]]: [[κρύος]] ἀνέρας ἐργων ἰσχάνει Hes. холод мешает людям работать. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:35, 25 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. lengthd. form of ἴσχω (v. foreg.), A hold in check, hinder, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Il.14.387; Αἴαντ' ἰσχανέτην ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ 17.747; τὸν δ' οὐκ ἴσχανε δεσμά h.Bacch.13: c. gen., keep back from, κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει Hes.Op.495; so in Prose, ὁ ἥλιος . . ἰσχάνει [τὸν σῖτον] checks its growth, Thphr.CP4.13.6 (v.l. ἰσχαίνει, fort. ἰσχναίνει). II get, obtain, have, ἀπεμνημόνευεν ἤ ἀνάλογον τῇ ἀπομνημονεύσει πάθος ἴσχα[νε] had an experience... Epicur.Nat.27 G., cf. 51 G.; περὶ . . δάκτυλον (δακτύλων codd.) πάθος ἰσχάνουσιν Vett.Val.65.13; μᾶλλον ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τῶν λόγων τὰς λαβὰς ἰσχάνουσι Phld.Herc.873.6; ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω ἴσχανε A.R.1.902.
German (Pape)
[Seite 1272] verlängerte Form von ἴσχω, ἔχω (vgl. das Vorige), fest-, zurückhalten, hemmen, δέος ἰσχάνει ἄνδρας, Il. 14, 386. 17, 747 Od. 19, 42; τινός, woran hindern, wovon abhalten, Hes. O. 497.
French (Bailly abrégé)
retenir, arrêter.
Étymologie: ἴσχω.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχάνω: (ᾰ)
1 сдерживать, задерживать: Αἴαντ᾽ ἰσχανέτην (dual. impf.), ὥστε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ Hom. оба Эанта сдерживали (троянцев), как холм сдерживает воды; δέος ἰσχάνει ἄνδρας Hom. страх (перед мечом Посидона) сдерживает людей;
2 препятствовать, мешать: κρύος ἀνέρας ἐργων ἰσχάνει Hes. холод мешает людям работать.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχάνω: ᾰ. Ἐπικ. ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἴσχω (ἴδε προηγ.)· -κωλύω, ἐμποδίζω, ἀναχαιτίζω, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Ἰλ. Φ. 387· Αἴαντ’ ἰσχανέτην Ρ. 717· πρβλ. κατισχάνω: - μετὰ γεν., ἐμποδίζω, κωλύω ἀπό τινος, κρύος ἀνέρας ἔρων ἰσχάνει Ἠσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 493· ὡσαύτως παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 6 (ἔνθα ἄλλοτε ἦτο ἰσχαίνει).
English (Autenrieth)
(ἴσχω), ipf. iter. ἰσχανάασκον: hold, restrain, detain, Il. 17.747, Od. 15.346; intrans., w. gen., or inf., hold to, crave, desire, Il. 17.572, Il. 23.300, Od. 8.288; mid., restrain oneself, delay, Il. 12.38, Il. 19.234, Od. 7.161.
Greek Monolingual
ἰσχάνω (Α)
1. κρατώ πίσω, συγκρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον
2. εμποδίζω κάποιον από κάτι
3. επιτυγχάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω με παρέκταση -αν- (πρβλ. κεύθω > κευθ-άν-ω)].
ἰσχανῶ, -άω (Α)
1. εμποδίζω, αναχαιτίζω
2. μέσ. ἰσχανῶμαι, -άομαι
μένω προσκολλημένος σε κάτι, ποθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω με παρέκταση -αν- και κλίση κατά τα ρ. σε -άω / -ῶ].
Greek Monotonic
ἰσχάνω: [ᾰ], Επικ. επιτετ. τύπος του ἴσχω· κωλύω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., εμποδίζω από κάτι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἰσχᾰ́νω,
to check, hinder, Il.:—c. gen. to keep back from, Hes. [epic lengthd. form of ἴσχω,]