σκῦλον: Difference between revisions
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />dépouille d'un ennemi tué.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυλ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> spoliae. | |btext=ου (τό) :<br />dépouille d'un ennemi tué.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυλ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> [[spoliae]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:13, 9 December 2022
English (LSJ)
τό, mostly in plural σκῦλα, arms stripped off a slain enemy, spoils, S.Ph.1428, 1431, E.IT74, El.7, 1000, Th.4.134, SIG61 (Olympia, v B.C.); σκῦλα γράφειν to write one's name on arms gained as spoils, which were then dedicated to a deity, E.Ph.574; σκῦλ' ἔδειξα Βακχίῳ Id.Cyc.9, cf. Th.2.13, 3.57: less freq. in sg., booty, spoil, prey, σκῦλον οἰωνοῖσιν E.El.897, cf.Rh.620, D.Chr.64.24; τὰς πτέρυγας . . τῇ Νίκῃ φορεῖν ἔδοσαν, . . σκῦλον ἀπὸ τῶν πολεμίων Aristopho 11.9; σκῦλον τὴν ὑπατείαν φέρεσθαι Plu.Mar.9.
German (Pape)
[Seite 907] τό, auch σκύλον u. σκυλόν betont, 1) die dem getödteten Feinde abgezogene, abgenommene Rüstung, spolium; überh. Kriegsbeute, bes. erbeutete Waffen; gew. plur., wie Soph. Phil. 1414; Eur., der auch den sing. braucht, Rhes. 620, σκῦλον οἰωνοῖσιν El. 897; Thuc. 2, 13. 4, 134 u. Folgende; σκῦλα γράφειν, wie εἰς σκῦλα γράφειν u. σκύλοις ἐγγράφειν, auf erbeutete Waffen seinen Namen schreiben, s. Valck. Eur. Phoen. 577. – 2) das einem getödteten Thiere abgezogene Fell, u. übh. die Haut eines Thieres, Callim. u. a. Sp., in welcher Bdtg σκύλον mit kurzem υ vorherrschend gewesen zu sein scheint. Vgl. über die Verwandtschaft mit σκῦτος u. συλάω Buttm. Lexil. II p. 264.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dépouille d'un ennemi tué.
Étymologie: R. Σκυλ, couvrir ; cf. lat. spoliae.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκῦλον -ου, τό buit; meestal plur., wapenrustingen afgenomen van de gedode vijanden: wapenbuit.
English (Strong)
neuter from σκύλλω; something stripped (as a hide), i.e. booty: spoil.
English (Thayer)
(Rbez G L T WH) also σκῦλον (so Rst elz Tr) cf. Lipsius, Gram. Untersuch., p. 44), σκυλου, τό (from the obsolete σκύω, 'to pull off', allied to ξύω, ξύλον (but cf. Curtius, § 113; Vanicek, p. 1115));
a. a (beast's) skin stripped off, a pelt.
b. the arms stripped off from an enemy, spoils: plural Sophocles, Thucydides, and following; the Sept..)
Greek Monotonic
σκῦλον: τό, κατά κανόνα στον πληθ. σκῦλα, όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Σοφ., Θουκ.· εἰς σκῦλα γράφειν, αναγράφω το όνομά μου στα όπλα που έχω λαφυραγωγήσει, σε Ευρ.· σπάνια στον ενικ., λάφυρο, λεία, πλιάτσικο, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκῦλον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. σκῦλα, ὡς τὸ ἔναρα, τὰ ὅπλα ἃ ὁ νικήσας λαμβάνει ἀπὸ τοῦ νεκροῦ τοῦ ἡττηθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Λατ. spolia, Σοφ. Φιλ. 1428, 141, Ι. Τ. 74, Ἠλ. 7, 1000, Θουκ. 4, 134· σκῦλα γράφειν, ἐπιγράφειν τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ἐπὶ ὅπλων ληφθέντων ὡς λαφύρων, τὰ ὁποῖα τότε ἀφιεροῦντο εἰς θεόν τινα, Εὐρ. Φοίν. 574, πρβλ. Κύκλ. 9, Θουκ. 2. 13., 3. 57· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὡς τὸ ἕλωρ, λάφυρον, λεία, σκῦλον οἰωνοῖς Εὐρ. Ἠλ. 897, πρβλ. Ρῆσ. 620· τὰς πτέρυγας ... τῇ Νίκῃ φορεῖν ἔδοσαν, ... σκῦλον ἀπὸ τῶν πολεμίων Ἀντιφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 9· σκῦλον τὴν ὑπατείαν φέρεσθαι Πλουτ. Μάρ. 9. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε σκεῦος· συγγενὲς τῷ σῦλον, σύλη, συλάω, καὶ τῷ Λατιν. spol-ia· - ἴσως δὲ καὶ τῷ σκύλος [ῠ], πρβλ. σκῦτος, κύτος).
Middle Liddell
σκῦλον, ου, τό,
mostly in plural σκῦλα, the arms stripped off a slain enemy, spoils, Soph., Thuc.; εἰς σκῦλα γράφειν to write one's name on arms taken as spoil, Eur.: —rarely in sg., booty, spoil, prey, Eur.
Chinese
原文音譯:skàlon 士去朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:苛責
字義溯源:剝皮,掠奪,贓物,劫掠物;源自(σκύλλω)*=勞煩)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 贓物(1) 路11:22
English (Woodhouse)
a prey for, person preyed on, thing preyed on
Mantoulidis Etymological
καί πληθ. σκῦλα (=λάφυρα). Ἀπό τό σκύλλω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα σκυλεύω. Εἶναι συγγενικό μέ τά: σκεῦος -σκῦτος σκύλος (=δέρμα ζώου), σύλη ἤ σῦλον.