ἀμβλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβλύς]].
|btext=faire avorter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβλύς]].
}}
{{pape
|ptext=fut. ἀμβλώσω, <i>eine [[Fehlgeburt]] tun</i>, Plat. <i>Theaet</i>. 149d; [[absichtlich]], also <i>die [[Frucht]] [[töten]]</i>, Plut. <i>Lyc</i>. 3. Suid. hat auch [[ἀμβλώσκω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 39: Line 42:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=προξενῶ ἐξάμβλωση, [[ἀποβολή]]) & [[ἀμβλόω]]. Ἀπό τό [[ἀμβλύς]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἄμβλωσις]] (=[[ἀποβολή]]), [[ἄμβλωμα]].
|mantxt=(=προξενῶ ἐξάμβλωση, [[ἀποβολή]]) & [[ἀμβλόω]]. Ἀπό τό [[ἀμβλύς]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἄμβλωσις]] (=[[ἀποβολή]]), [[ἄμβλωμα]].
}}
{{pape
|ptext=fut. ἀμβλώσω, <i>eine [[Fehlgeburt]] tun</i>, Plat. <i>Theaet</i>. 149d; [[absichtlich]], also <i>die [[Frucht]] [[töten]]</i>, Plut. <i>Lyc</i>. 3. Suid. hat auch [[ἀμβλώσκω]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλίσκω Medium diacritics: ἀμβλίσκω Low diacritics: αμβλίσκω Capitals: ΑΜΒΛΙΣΚΩ
Transliteration A: amblískō Transliteration B: ambliskō Transliteration C: amvlisko Beta Code: a)mbli/skw

English (LSJ)

Pl.Tht.149d: ἀμβλισκάνω, Max.Tyr.16.4, Poll.3.49; cf. ἀβλύσκω:—also ἀμβλόω J.Ap.2.24, ἀμβλώω Max.172,
A ἀμβλώεσθαι 197, and in comp. ἐξαμβλόω (q.v.): fut. ἀμβλώσω Gp.14.14, (ἐξ-) Ael.NA13.27: aor. ἤμβλωσα Hp.Mul.1.25, Ael.VH13.6, (ἐξ-) Pl. Tht.150e: pf. (ἐξ-) ήμβλωκα, (ἐξ-) ήμβλωμαι, Ar.Nu.137,139: (ἀμβλύς):—cause to miscarry, S.Fr.132, Pl.Tht.149d.
2 of the woman, bring on miscarriage, Muson.Fr.15A p.77H., Plu.Lyc.3, Ael.VH13.6.
3 intr., miscarry, Procop.Pers.2.22.
II ἀμβλόω, usually in Pass. ἀμβλόομαι, to be abortive, κἂν . . τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ Arist.GA773a1: also of eyes of vines, ἀμβλοῦνται = they go 'blind', Thphr.HP4.14.6; rarein Act., Ph.2.580: metaph., ἀμβλώσαντες καὶ ἐπιφράξαντες ἀργὸν τὸ μεγαλοφυὲς κατέλιπον 1.637.

Spanish (DGE)

1 tr. hacer abortar τὰς δυστοκούσας Pl.Tht.149d.
2 intr. abortar Plu.Lyc.3, Muson.15, Procop.Pers.2.22.35, Hippiatr.15.4
fig. malograrse ψυχαί Ph.1.538
v. med. οὐ πάντες ... πρὶν εἰς τὸ φῶς ἐλθεῖν τῆς θεογνωσίας, ἀμβλίσκονται Gr.Nyss.V.Mos.36.19.

French (Bailly abrégé)

faire avorter.
Étymologie: ἀμβλύς.

German (Pape)

fut. ἀμβλώσω, eine Fehlgeburt tun, Plat. Theaet. 149d; absichtlich, also die Frucht töten, Plut. Lyc. 3. Suid. hat auch ἀμβλώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμβλίσκω: производить выкидыш, вытравлять плод Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλίσκω: Πλάτ., καὶ ἐν συνθέτ., ἐξαμβλόω (ὃ ἴδε): μέλλ. ἀμβλώσω (ἐξ-) Αἰλ.: ἀόρ. ἤμβλωσα Ἱππ. 600. 40. (ἐξ-) Πλάτ. Θεαίτ. 150Ε: πρκμ. (ἐξ-)ήμβλωκα, (ἐξ-)ήμβλωμαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 137, 139: (ἀμβλύς). Προξενῶ ἐξάμβλωσιν, ἀποβολήν, Σοφ. Ἀποσπ. 134, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, ἔνθα ἴδε Σταλλβάμ. 2) περὶ αὐτῆς τῆς γυναικός, ἀποβάλλω διὰ βιαίων μέσων, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 450. 11, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Αἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὁ τύπος ἀμβλισκάνω ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Γ. 49, Μαξίμ. Τυρίῳ 179. ΙΙ. παθητ. ἀμβλόομαι, γεννῶμαι δι’ ἐξαμβλώσεως, γίνομαι ἢ εἶμαι ἐξάμβλωμα, κἂν ... τὸ γινόμενον ἀμβλωθῇ, Ἀριστ. περὶ Ζ. γεν. 4. 4, 43‧ ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἐκβλαστημάτων ἢ ὀφθαλμῶν τῶν δένδρων, ἀμβλοῦνται, καίονται καὶ καταστρέφονται, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 14, 6.

Greek Monolingual

ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, -όω (AM)
μσν.
γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο
αρχ.
1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, το σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση
2. παθ. αποτυγχάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη «εξάμβλωμα» ή με τη λ. μύλη «μυλόπετρα» (οπότε θα πρόκειται για μεταφορική χρήση) καθώς και με τη λ. ἀμβλύς.
ΠΑΡ. ἄμβλωμα
αρχ.-μσν.
ἄμβλωσις.

Greek Monotonic

ἀμβλίσκω: και ἀμβλόω, μέλ. ἀμβλώσω, αόρ. αʹ ἤμβλωσα, παρακ. ἤμβλωκα· (ἀμβλύς
1. προκαλώ άμβλωση, αποβολή, σε Σοφ., Πλάτ.
2. λέγεται για τη γυναίκα, αποβάλλω κατά την κύηση, σε Πλούτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: cause to miscarry (S.)
Other forms: (ἐξ-)αμβλόομαι, -όω (Ion.- Att.), -ώω (Max.), -ώσκειν τὸ ἀτελες γεννῆσαι, τὸ φθεῖραι βρέφος (Suid.), -ώσσειν ὠμοτοκεῖν H. Aor. (ἐξ-)αμβλῶσαι
Derivatives: From ἀμβλόομαι: ἄμβλωσις miscarriage (Lys.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [716, 719] *h₂mlh₃-?
Etymology: The connection with μύλη as miscarriage (Hp., recte hard formation in a woman's womb) should be given up; Chantraine thinks it may be the word mill, and Frisk, who gives the suggestion under ἀμβλὶσκω, does not mention it s.v. μύλη. Rix (MSS 27 (1970) 105 n. 41) considers *h₂mlh₃- and connection with ἀμβλύς (but see s.v.).

Middle Liddell

ἀμβλύς
1. to cause to miscarry, Soph., Plat.
2. of the woman, to miscarry, Plut.

Frisk Etymology German

ἀμβλίσκω: (Pl.), -άνω (Max. Tyr. u. a.),
{amblískō}
Forms: (ἐξ-)αμβλόομαι, -όω (ion. att.), -ώω (Max.), -ώσκειν· τὸ ἀτελὲς γεννῆσαι, τὸ φθεῖραι βρέφος (Suid.), -ώσσειν· ὠμοτοκεῖν H., Aor. (ἐξ-)αμβλῶσαι
Grammar: v.
Meaning: eine Fehlgeburt tun, die Leibesfrucht abtreiben.
Derivative: Von ἀμβλόομαι, -όω gehen mehrere Ableitungen aus: ἄμβλωσις Fehlgeburt, Abtreibung (Lys., Arist. u. a.) mit ἀμβλώσιμος (Max., vgl. Arbenz Adj. auf -ιμος 88), ἄμβλωμα (Antipho Soph., Aret.), ἀμβλωσμός (Aret.); ferner das Nomen instrumenti ἀμβλωτήριον (Orib.) und das Adj. ἀμβλωτικός (Gal.). Eigenartig ist die Bildung von ἀμβλωθρίδιον fehlgeborenes Kind (Ph.), auch abtreibende Arznei (Poll.), -ίδιος Fehlgeburt verursachend (Aret.): an -θρο- ist ein neues Suffix -ίδιον hinzugefügt worden, vgl. Chantraine Formation 373 und 68ff.
Etymology: Anknüpfung an μύλη Mißgeburt (Hp., Arist.) und besonders an das fernliegende μέλεος (Fick KZ 20, 169f., Froehde BB 7, 327) ganz hypothetisch.
Page 1,89

Mantoulidis Etymological

(=προξενῶ ἐξάμβλωση, ἀποβολή) & ἀμβλόω. Ἀπό τό ἀμβλύς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄμβλωσις (=ἀποβολή), ἄμβλωμα.