ἐπιστασία: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistasia | |Transliteration C=epistasia | ||
|Beta Code=e)pistasi/a | |Beta Code=e)pistasi/a | ||
|Definition=Ion. [[ἐπιστασίη]], ἡ, < | |Definition=Ion. [[ἐπιστασίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἐπίστασις]] ΙΙ.2, [[attention]], [[care]], <b class="b3">ἐπιστασίαν ποιεῖσθαί</b> τινος Ph.1.192, cf. Phld.''Rh.''2.149 S.(prob.); <b class="b3">ἐπιστασίαν ἔχειν</b> [[deserve]] [[attention]], Ath.2.66b.<br><span class="bld">2</span>. [[recognition]], ἐς ἐ. τῆς νούσου ἀφικνεόμενοι Aret. ''SD''1.6.<br><span class="bld">II</span>. [[authority]], [[dominion]], <b class="b3">πρὸς τὴν ἐπιστασίαν αὐτῶν</b> [[dominion]] over them, Str.8.5.5; <b class="b3">τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐ.</b> D.S. 20.32: abs., Plu.''Luc.''2, ''Nic.''28; <b class="b3">ἀρχικὴ ἐπιστασία</b> ''Stoic.''3.158, cf. 2.339 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. ἐπιστασίη, ἡ,
A = ἐπίστασις ΙΙ.2, attention, care, ἐπιστασίαν ποιεῖσθαί τινος Ph.1.192, cf. Phld.Rh.2.149 S.(prob.); ἐπιστασίαν ἔχειν deserve attention, Ath.2.66b.
2. recognition, ἐς ἐ. τῆς νούσου ἀφικνεόμενοι Aret. SD1.6.
II. authority, dominion, πρὸς τὴν ἐπιστασίαν αὐτῶν dominion over them, Str.8.5.5; τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐ. D.S. 20.32: abs., Plu.Luc.2, Nic.28; ἀρχικὴ ἐπιστασία Stoic.3.158, cf. 2.339 (pl.).
German (Pape)
[Seite 982] ἡ, = ἐπίστασις, 1) Aufmerksamkeit, Sp. ἐπιστασίαν ἔχειν, Aufm. verdienen, Ath. II, 66 d; vgl. Lob. zu Phryn. p. 528. – 2) das Amt eines ἐπιστάτης, Herrschaft, Strab. VIII, 365; τινός, Aufsicht über Jem., Plut. Alex. 7, neben ἀρχή de virt. mor. 1, der auch Lucull. 2 δεκτικώτερον ἐπιστασίας dem δυσαρκτότερον entgegensetzt; τῶν Καρχηδονίων D. Sic. 20, 32; übh. Amt, App.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction de surveillant ; surveillance, direction.
Étymologie: ἐφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστᾰσία: ἡ
1 внимание, тщательность (μετ᾽ ἐπιστασίας - v.l. ἐπιστάσεως - θεωρητέον Polyb.);
2 наблюдение, надзор, забота (παίδων Plat.);
3 начальствование, власть (τῶν Καρχηδονίων Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἐπίστασις, ὡς ἐλασία ἢ ἕλασις, (πρβλ. Λοβ. Φρύν. 528), προσοχή, ἐπιμέλεια, φροντίς, ἔχει δὲ ἐπιστασίαν, εἶναι ἀξία προσοχῆς, Ἀθήν. 66Β· ἐπ. τῆς νόσου Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1 6. ΙΙ. διοίκησις, κυβέρνησις, πρὸς τὴν ἐπ. αὐτῶν Στράβ. 366, πρβλ. Διόδ. 20. 32· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 2, Νικ. 28, κτλ. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 51, 52 καὶ 510.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιστασία
Α και ἐπιστασίη) επιστάτης
1. επίβλεψη, επιτήρηση
2. φροντίδα, επιμέλεια
μσν.- νεοελλ.
φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῦ ‘Αγίου Ὄρους» — το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα της μοναχικής πολιτείας του Ἁγίου Όρους
νεοελλ.
υπηρεσία από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες η οποία ασχολείται με την κανονική εξυπηρέτηση και λειτουργία ορισμένου τμήματος του σκάφους του πολεμικού ναυτικού
αρχ.
1. αναγνώριση, διάγνωση
2. εξουσία, διοίκηση («τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπιστασίας», Διόδ. Σικ.)
3. επίθεση.
Greek Monotonic
ἐπιστᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιστῆναι), εξουσία, διοίκηση, κυριαρχία, διακυβέρνηση, σε Πλούτ.