ἔπαινος: Difference between revisions
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2") |
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[louange]], [[éloge]];<br /><b>2</b> [[éloge public]], [[panégyrique]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἶνος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[louange]], [[éloge]];<br /><b>2</b> [[éloge public]], [[panégyrique]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αἶνος]].<br /><b>[[NT]]</b>: [[approbation]] | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:58, 6 December 2022
English (LSJ)
ὁ, A approval, praise, commendation, Simon.4.3, Pi.Fr.181; ἔ. ἔχειν πρός τινος Hdt.1.96; πολλῷ ἐχρᾶτο τῷ ἐ. Id.3.3: freq. in Trag. and Att., ἐπαίνου τυχεῖν ἔκτινος S.Ant.665, etc.; κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσα meriting praise, ib. 817; ἔπαινον ἐπαινεῖν Pl.La.181b: pl., praises, S.OC720, El.976, X. Mem.2.1.33; τιμαὶ . . καὶ ἔ. Pl.R.516c, etc. 2 complimentary address, panegyric (but distinguished from ἐγκώμιον, as the general from the particular, Arist.EE1219b15, Rh.1367b27); ἔ. ποιεῖσθαι περί τινος Pl. Phdr.260c; λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος Id.Smp.177d; συντιθεὶς λόγον ἔ. κατά τινος Id.Phdr.260b; οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔ. Aeschin.3.50; εἴς τινα Pl.Lg.947c; ὑπέρ τινος Plb.1.1.1, D.S.13.22, D.H.10.57.
German (Pape)
[Seite 895] ὁ, Zustimmung, Beifall, Lob, Pind. frg 174; ἐπαίνου τυχεῖν Soph. Ant. 661; Ai. 525 auch im plur., O. C. 724, auch in Prosa nicht selten; Gegensatz ψόγος, Plat. Polit. 287 a; λόγος ἔπαι νος Conv. 177 d Phaedr. 260 b; Ἡρακλέους ἐπ αίνους καταλογάδην συγγράφω Conv. 177 b ἔπαινον ἐπαινεῖν Lach. 181 b; εἰπεῖν Phaedr 243 d; ποιεῖσθαι 260 c; περί, ὑπέρ, auch κατὰ τινος, Plat.; οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔπαινοι, die ihm gespendeten Lobeserhebungen, Aesch. 3, 50.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 louange, éloge;
2 éloge public, panégyrique.
Étymologie: ἐπί, αἶνος.
NT: approbation
Russian (Dvoretsky)
ἔπαινος: ὁ (тж. λόγος ἔ. Plat.)
1 (по)хвала, восхваление: ἐπαινου τυχεῖν Soph. и ἔπαινον ἔχειν Plat. быть восхваляемым, заслужить похвалу; ἐν ἐπαίνω τιθέναι Arst. хвалить; ἔπαινον ποιεῖσθαι, εἰπεῖν или ἐπαινεῖν Plat. воздавать хвалу;
2 похвальное слово (περί, κατά или ὑπέρ τινος и εἴς τινα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαινος: ὁ, ἐπιδοκιμασία, ἔπαινος, Σιμωνίδ. 5, Πινδ. Ἀποσπ. 174· ἔπαινον εἶχεν οὐκ ὀλίγον πρὸς τῶν πολιτῶν, ἐπῃνεῖτο μεγάλως ὑπὸ τῶν πολιτῶν, Ἡρόδ. 1.96· πολλῷ ἐχρᾶτο τῷ ἐπαίνῳ ὑπερθωυμάζουσα, ὑπερεπῄνει θαυμάζουσα μεγάλως, ὁ αὐτὸς 3. 3· συχνὸν παρ’ Ἀττ., ἐπαίνου τυχεῖν Σοφ. Ἀντ. 665, κλ.· κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσα αὐτόθι 817· ἔπαινον ἐπαινεῖν Πλάτ. Λάχ. 181Β: - ὡσαύτως κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 720, Ἠλ. 976, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33, Πλάτ., κλ. 2) δημόσιος ἔπαινος, διαφέρει δὲ ὁ ἔπαινος τοῦ ἐγκωμίου, ὡς τὸ γενικὸν ἀπὸ τοῦ μερικοῦ, ὁ μὲν γάρ ἔπαινος, τῆς ἀρετῆς... τά δ’ ἐγκώμια τῶν ἔργων ὁμοίως καὶ τῶν σωματικῶν καὶ τῶν ψυχικῶν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 6, Ρητ. 1. 9, 33· ἐπ. ποιεῖσθαι κατὰ ἢ περί τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 260C· δοκεῖ γάρ μοι χρῆναι ἕκαστον ἡμῶν λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος ὁ αὐτὸς ἐν Συμπ. 117D· συντιθεὶς ἐπ. κατά τινος ὁ αὐτὸς ἐν Φαίδρῳ 260B· εἴς τινα οἷον ὕμνον πεποιημένον ἔπαινον εἰς τοὺς ἱερέας ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 947Β. II. παραίνεσις, συμβουλή, Σοφ. Ἀποσπ. 253.
English (Slater)
ἔπαινος praise ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181*
English (Strong)
from ἐπί and the base of αἰνέω; laudation; concretely, a commendable thing: praise.
English (Thayer)
ἐπαινου, ὁ (ἐπί and αἶνος (as it were, a tale for another; cf. Alexander Buttmann (1873) Lexil. § 83,4; Schmidt, chapter 155)); approbation, commendation, praise: ἐκ τίνος, bestowed by one, ἔπαινον ἔχειν ἐκ τίνος, genitive of person, ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπό τοῦ Θεοῦ, εἰς ἔπαινον, to the obtaining of praise, εἰς ἔπαινον τίνος, that a person or thing may be praised, πέμπεσθαι εἰς ... ἔπαινον τίνος, εἶναι εἰς ἔπαινον τίνος to be a praise to a person or thing, Ephesians 1:12.
Greek Monotonic
ἔπαινος: ὁ, έγκριση, έπαινος, επιδοκιμασία, σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
ἔπ-αινος, ὁ,
approval, praise, commendation, Hdt., attic
Chinese
原文音譯:œpainoj 誒普-埃挪士
詞類次數:名詞(11)
原文字根:在上-讚美 相當於: (תְּהִלָּה)
字義溯源:頌讚,稱讚,讚揚,賞;由(ἐπί)*=在)與(αἰνέω)=讚美)組成;而 (αἰνέω)出自(αἶνος)*=故事,讚美)。參讀 (αἶνος)同源字
出現次數:總共(11);羅(2);林前(1);林後(1);弗(3);腓(2);彼前(2)
譯字彙編:
1) 稱讚(10) 羅2:29; 羅13:3; 林前4:5; 林後8:18; 弗1:6; 弗1:12; 弗1:14; 腓1:11; 腓4:8; 彼前1:7;
2) 賞(1) 彼前2:14
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Σύνθετο ἀπό το ἐπί + αἶνος (=διήγημα, μῦθος). Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα αἰνέω -ῶ.