περιτροπέω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , $3.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés.</i> περιτροπέων;<br /><b>1</b> [[tourner tout autour]], [[accomplir sa révolution]] <i>en parl. du temps</i>;<br /><b>2</b> [[tourner en tous sens]] <i>ou</i> à travers, parcourir.<br />'''Étymologie:''' [[περίτροπος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés.</i> περιτροπέων;<br /><b>1</b> [[tourner tout autour]], [[accomplir sa révolution]] <i>en parl. du temps</i>;<br /><b>2</b> [[tourner en tous sens]] <i>ou</i> [[à travers]], [[parcourir]].<br />'''Étymologie:''' [[περίτροπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:39, 6 December 2022
English (LSJ)
Ion. and Ep. form of περιτρέπω: I intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.2.295. II trans., turn from all sides to a centre, round up, drive in, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od. 9.465; περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων shepherding them about, h.Merc. 542.
German (Pape)
[Seite 597] ep. Nebenform von περιτρέπω, intrans., sich im Kreise drehen, ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς ἐνθάδε μιμνόντεσσι, Il. 2, 295, = περιπλόμενος, das neunte Jahr im Kreislaufe der Zeit umrollend; μῆλα πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, Od. 9, 465, uns vielfach nach allen Seiten wendend, viele Umwege machend, trieben wir die Schaafe fort; u. so c. accus., περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων, sich nach allen Seiten hinwendend zu den Geschlechtern der Menschen, H. h. Merc. 542, u. einzeln bei sp. D., vgl. Lob. zu Phryn. 590.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés. περιτροπέων;
1 tourner tout autour, accomplir sa révolution en parl. du temps;
2 tourner en tous sens ou à travers, parcourir.
Étymologie: περίτροπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιτροπέω [περιτρέπω] ep. ptc. praes. περιτροπέων met acc. van alle kanten bijeendrijven:. τὰ μῆλα... πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν ze telkens bijeendrijvend dreven wij de schapen in groten getale weg Od. 9.465. intrans. ronddraaien:. εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτός het is het negende jaar dat verstrijkt Il. 2.295.
Russian (Dvoretsky)
περιτροπέω: (только part. praes.) совершать обход, кружить: πολλὰ περιτροπέοντες Hom. совершая много обходов, т. е. сильно кружа; περιτροπέων φῦλ᾽ ἀνθρώπων HH вращаясь в кругу людей; εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτός Hom. совершающий свое круговращение девятый год.
Greek (Liddell-Scott)
περιτροπέω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ περιτρέπω· Ι. ἀμεταβ., περιτροπέων ἐνιαυτός, περοδικῶς ἐπανερχόμενος, Ἰλ. Β. 295. ΙΙ. μεταβ., τρέπω τι ἐκ τῶν πέριξ πρός τι κέντρον, περισυνάγω, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Ὀδ. Ι. 465· περιτροπέων φῦλ’ ἀνθρώπων, ἐλαύνων τῇδε κἀκεῖσε, περιπλέκων αὐτούς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542· πρβλ. περιτροπάδην.
English (Autenrieth)
only part., intrans., revolving, Il. 2.295; turning often about, Od. 9.465.
Greek Monotonic
περιτροπέω: Επικ. τύπος του περιτρέπω·
I. αμτβ., περιτροπέων ἐνιαυτός, ανακυκλούμενος χρόνος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ., συγκεντρώνω από παντού ολόγυρα, πολλὰ (μῆλα) περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, σε Ομήρ. Οδ.· περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων, τους μπερδεύω, τους περιπλέκω, σε Ομήρ. Ύμν.
Middle Liddell
[epic form of περιτρέπω
I. intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.
II. trans. to gather from all round, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od.; περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων driving about, perplexing them, Hhymn.