καταιθύσσω: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataithysso
|Transliteration C=kataithysso
|Beta Code=kataiqu/ssw
|Beta Code=kataiqu/ssw
|Definition=[[wave]] or [[float down]], πλόκαμοι… νῶτον καταίθυσσον <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.83</span>; <b class="b3">εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν</b> [[sheds]] fair weather [[down upon]] the hearth, ib.<span class="bibl">5.11</span>:—hence καταῖθυξ [[ὄμβρος]], <span class="title">Trag.Adesp.</span> 216.
|Definition=[[wave]] or [[float down]], πλόκαμοι… νῶτον καταίθυσσον Pi.''P.''4.83; <b class="b3">εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν</b> [[sheds]] fair weather [[down upon]] the hearth, ib.5.11:—hence [[καταῖθυξ]] [[ὄμβρος]], ''Trag.Adesp.'' 216.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-αιθύσσω neergolven op, met acc.. Pind.
|elnltext=κατ-αιθύσσω neergolven op, met acc.. Pind.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιθύσσω Medium diacritics: καταιθύσσω Low diacritics: καταιθύσσω Capitals: ΚΑΤΑΙΘΥΣΣΩ
Transliteration A: kataithýssō Transliteration B: kataithyssō Transliteration C: kataithysso Beta Code: kataiqu/ssw

English (LSJ)

wave or float down, πλόκαμοι… νῶτον καταίθυσσον Pi.P.4.83; εὐδίαν ὃς καταιθύσσει ἑστίαν sheds fair weather down upon the hearth, ib.5.11:—hence καταῖθυξ ὄμβρος, Trag.Adesp. 216.

German (Pape)

[Seite 1350] von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.

French (Bailly abrégé)

faire briller, illuminer.
Étymologie: κατά, αἰθύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αιθύσσω neergolven op, met acc.. Pind.

Russian (Dvoretsky)

καταιθύσσω: (сверху) бросать свет, освещать, озарять (τι Pind.): πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίτυσσον Pind. блистающей волной кудри покрывали всю спину.

English (Slater)

καταιθύσσω
   a fall in waves down c. acc. πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (P. 4.83)
   b shed over c. acc. & dat. Κάστορος. εὐδίαν ὃς μετὰ χειμερίαν ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.11)

Greek Monolingual

καταιθύσσω (Α)
1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα-δώθεἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.)
2. διαχέωΚάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» — ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»].

Greek Monotonic

καταιθύσσω: μέλ. -ξω, κυματίζω ή επιπλέω προς τα κάτω, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον, σε Πίνδ.· Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν, ο Κάστορας ρίχνει την λάμψη του στο παραγώνι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταιθύσσω: κινοῦμαι ταχέως τῇδε κἀκεῖσε ἐπάνω εἴς τι, κυματίζω, ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (πλόκαμοι) Πινδ. Π. 4. 147· (Κάστωρ) καταιθύσσει (κάτ’ αἰθύσσει Christ) ἑστίαν, καταπέμπει τὴν λάμψιν του ἐπὶ τῆς ἑστίας, αὐτόθι 5. 13.

Middle Liddell

fut. ξω
to wave or float adown, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον Pind.; Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν Castor sheds his lustre down upon the hearth, Pind.