φοράς: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φοράς''': -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «[[φοράς]], φοράδος ἡ [[ἵππος]], θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὑποκοριστ. [[φοράδιον]], τό, Λατ. [[jumentum]], Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43.
|lstext='''φοράς''': -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «[[φοράς]], φοράδος ἡ [[ἵππος]], θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ὑποκοριστ. [[φοράδιον]], τό, Λατ. [[jumentum]], Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43.
}}
{{trml
|trtx====[[fruitful]]===
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: [[vruchtbaar]]; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: [[fructueux]]; German: [[fruchtbar]]; Greek: [[καρποφόρος]]; Ancient Greek: [[ἀρόσιμος]], [[αὐξητικός]], [[βαθύσπορος]], [[γόνιμος]], [[ἔγκαρπος]], [[ἐνάρετος]], [[ἐπίκαρπος]], [[ἐπίτεκνος]], [[ἐπίτοκος]], [[εὔκαρπος]], [[εὔσταχυς]], [[εὔφορος]], [[εὐώδιν]], [[εὔωρος]], [[ζείδωρος]], [[καλλίκαρπος]], [[κάρπιμος]], [[καρποτελής]], [[καρποφόρος]], [[λιπαρός]], [[μητρίδιος]], [[πάμφορος]], [[πολύβωλος]], [[πολύκαρπος]], [[πολυλήϊος]], [[πολύσπορος]], [[πολυφόρος]], [[σπερματοῦχος]], [[φοράς]], [[φόριμος]], [[φορός]]; Italian: [[proficuo]], [[fruttuoso]], [[produttivo]]; Latin: [[fecundus]]; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: [[produtivo]], [[frutuoso]]; Romanian: fructuos; Russian: [[плодотворный]], [[продуктивный]], [[производительный]], [[эффективный]], [[приносящий хорошие результаты]]; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: [[fértil]], [[prolífico]], [[productivo]], [[fructífero]]; Ukrainian: продуктивний, плі́дний
}}
}}

Revision as of 11:23, 12 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοράς Medium diacritics: φοράς Low diacritics: φοράς Capitals: ΦΟΡΑΣ
Transliteration A: phorás Transliteration B: phoras Transliteration C: foras Beta Code: fora/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A fruitful, Thphr.HP4.16.2. II Subst., brood-mare, PHolm.2.32, 9.11, PLond.1821.81, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1299] άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

φοράς: -άδος, ἡ, φέρουσα καρπόν, καρποφοροῦσα, καρποφόρος, γόνιμος, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 2. ΙΙ. «φοράδα», «φοράς, φοράδος ἡ ἵππος, θηλυκῶς» Σουΐδ.· ― ἐντεῦθεν ὑποκοριστ. φοράδιον, τό, Λατ. jumentum, Λεοντ. Τακτ. 18, § 53, Μοσχόπ. περὶ Σχεδ. σ. 43.

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний