ἐπιδήμιος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epidimios | |Transliteration C=epidimios | ||
|Beta Code=e)pidh/mios | |Beta Code=e)pidh/mios | ||
|Definition=ἐπιδήμιον (but α, ον ''IG''9(1).333.7 (Locr.)),<br><span class="bld">A</span> [[among the people]], <b class="b3">ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες</b> plunderers [[of one's own countrymen]], Il.24.262; <b class="b3">πόλεμος ἐ.</b> [[civil]] war, 9.64; <b class="b3">ἐπιδαμίᾳ δίκᾳ χρήστω</b> ''IG''l.c.; <b class="b3">ἔφαντ' ἐ.</b> <b class="b3">εἶναι σὸν πατέρ'</b> that he was [[at home]], Od.1.194; <b class="b3">ἐ. ἔμποροι</b> [[resident]] merchants, Hdt.2.39; <b class="b3">οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐ.</b> A.R.2.1023: generally, [[common]], [[commonplace]], τοῦτο τοὐπιδήμιον Plu.2.735a.<br><span class="bld">2</span>. [[sojourning]] [[among]], ψυχὴ.. ἐ. ἄστροις ''IG''12(8).609.3 (Thasos); [[settling]] in a place, A.R.1.827.<br><span class="bld">3</span>. of diseases, [[prevalent]], [[epidemic]], ἴκτερος Hp.''Int.''37.<br><span class="bld">4</span>. <b class="b3">ἐπιδήμια θύειν</b> sacrifice [[in honour of a visit]] or [[arrival]], Him.''Ecl.''36.1. | |Definition=ἐπιδήμιον (but α, ον ''IG''9(1).333.7 (Locr.)),<br><span class="bld">A</span> [[among the people]], <b class="b3">ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες</b> plunderers [[of one's own countrymen]], Il.24.262; <b class="b3">πόλεμος ἐ.</b> [[civil]] war, 9.64; <b class="b3">ἐπιδαμίᾳ δίκᾳ χρήστω</b> ''IG''l.c.; <b class="b3">ἔφαντ' ἐ.</b> <b class="b3">εἶναι σὸν πατέρ'</b> that he was [[at home]], Od.1.194; <b class="b3">ἐ. ἔμποροι</b> [[resident]] merchants, [[Herodotus|Hdt.]]2.39; <b class="b3">οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐ.</b> A.R.2.1023: generally, [[common]], [[commonplace]], τοῦτο τοὐπιδήμιον Plu.2.735a.<br><span class="bld">2</span>. [[sojourning]] [[among]], ψυχὴ.. ἐ. ἄστροις ''IG''12(8).609.3 (Thasos); [[settling]] in a place, A.R.1.827.<br><span class="bld">3</span>. of diseases, [[prevalent]], [[epidemic]], ἴκτερος Hp.''Int.''37.<br><span class="bld">4</span>. <b class="b3">ἐπιδήμια θύειν</b> sacrifice [[in honour of a visit]] or [[arrival]], Him.''Ecl.''36.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:59, 4 September 2023
English (LSJ)
ἐπιδήμιον (but α, ον IG9(1).333.7 (Locr.)),
A among the people, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.24.262; πόλεμος ἐ. civil war, 9.64; ἐπιδαμίᾳ δίκᾳ χρήστω IGl.c.; ἔφαντ' ἐ. εἶναι σὸν πατέρ' that he was at home, Od.1.194; ἐ. ἔμποροι resident merchants, Hdt.2.39; οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐ. A.R.2.1023: generally, common, commonplace, τοῦτο τοὐπιδήμιον Plu.2.735a.
2. sojourning among, ψυχὴ.. ἐ. ἄστροις IG12(8).609.3 (Thasos); settling in a place, A.R.1.827.
3. of diseases, prevalent, epidemic, ἴκτερος Hp.Int.37.
4. ἐπιδήμια θύειν sacrifice in honour of a visit or arrival, Him.Ecl.36.1.
German (Pape)
[Seite 937] im Volke, in der Heimath, Il. 24, 262; zu Hause anwesend, Od. 1, 194; πόλεμος, Bürgerkrieg, Il. 9, 64; durchs ganze Volk verbreitet, bes. von Seuchen, epidemisch, Hippocr. u. a. Medic.; – οὐδ' εὐνῆς αἰδὼς ἐπιδήμιος, ist nicht Sitte des Landes, Ap. Rh. 2, 1024. – Als Fremder eingewandert, sich aufhaltend, Ἕλληνές σφισι ἔωσι ἐπιδήμιοι ἔμποροι Her. 2, 39; vgl. Ap. Rh. 1, 827.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est dans son pays;
2 qui est du pays, qui se fait dans le pays : πόλεμος ἐπιδήμιος IL guerre civile;
3 qui réside dans un pays.
Étymologie: ἐπί, δῆμος.
English (Autenrieth)
at home, Od. 1.194, Il. 24.262 ; πόλεμος, ‘civil strife,’ Il. 9.64.
Greek Monolingual
ἐπιδήμιος, -ον και -ος, -ία, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ. η επιδημία
αρχ.-μσν.
(για νόσο) επιδημικός
αρχ.
1. αυτός που διαπράττει κάτι μπροστά στα μάτια τών χωριανών ή τών συμπολιτών του («ἀρνῶν ἠδ’ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἀρπακτῆρες», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ξαναγύρισε και βρίσκεται στην πατρίδα του
3. (για πόλεμο) εμφύλιος
4. ο εγκατεστημένος σε ξένη χώρα («Ἕλληνες ἐπιδήμιοι ἔμποροι», Ηρόδ.)
5. (για τρόπο, ενέργεια κ.λπ.) κοινός, συνηθισμένος
6. καθιερωμένος κάπου ως έθιμο
7. το ουδ. ως ουσ. τά ἐπιδήμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δημ-ιος (< δήμος)].
Greek Monotonic
ἐπιδήμιος: -ον (δῆμος), αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος, που παραμένει στην πατρίδα, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες, άρπαγες των ίδιων των συμπολιτών τους, σε Ομήρ. Ιλ.· πόλεμος ἐπ., ἐμφύλιος πόλεμος, στο ίδ.· ἐπιδήμιον εἶναι, είμαι, βρίσκομαι στην πατρίδα μου, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπ. ἔμποριο, εγκατεστημένοι έμποροι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδήμιος:
1 отечественный, туземный, местный: πόλεμος ἐ. Hom. междоусобная война; ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες Hom. занимающиеся грабежом в собственном доме;
2 живущий у себя дома (πατήρ Hom.);
3 (о чужеземце), приезжий, поселившийся здесь, (ἔμποροι Her.).
Middle Liddell
ἐπι-δήμιος, ον δῆμος
among the people, ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες plunderers of one's own countrymen, Il.; πόλεμος ἐπ. civil war, Il.; ἐπιδήμιον εἶναι to be at home, Od.; ἐπ. ἔμποροι resident merchants, Hdt.