ἐργαστικός: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1019.png Seite 1019]] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Teil, Arist. pol. 4, 4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:45, 10 April 2024
English (LSJ)
ἐργαστική, ἐργαστικόν,
A able to work, working, industrious, Hp.Prorrh.2.4 (Comp.), Pl.Men. 81e (v.l.), X.Mem.3.1.6; οἱ ἐργαστικοί the working men, Plb.10.16.1: Comp., Phld.Oec.p.32J.
2 skilled in producing, c. gen, φωνῆς Epicur. Sent.Vat.45: generally, productive, σωφροσύνης Phld.Mus.p.24K.; ὑγιείας Gp.11.2.6; ἡ ἐργαστική (sc. τέχνη) the art of manufacturing, c. gen., ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης, Pl.Plt. 280e, 281a; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν the organ that prepares food, the mouth, Arist.Pol.1290b27.
II of a workman, ἱμάτια Lex.Mess. in Rh.Mus.47.412 (nisi ἐργατικός legend.).
German (Pape)
[Seite 1019] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Teil, Arist. pol. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui peut ou qui sait travailler, travailleur, industrieux;
2 qui façonne par le travail.
Étymologie: ἐργάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐργαστικός: деятельный, энергичный (στρατηγός Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς ἐργασίαν, ἐργατικός, ἐπιμελής, Ἱππ. 86Β, Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1,6· οἱ ἐργ., οἱ ἐργατικοί, οἱ ἐργάται, Πολύβ. 10. 16, 1, πρβλ. ἐργατικός. 2) ἡ ἐργαστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν τι, Πλάτ. Πολιτικ. 280Ε, 281Α· τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν, τὸ ὄργανον τὸ πρὸς πέψιν τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8.
Greek Monolingual
ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) εργαστής
μσν.
είδος μηχανής
αρχ.
1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)
2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοί
οι εργάτες.
Greek Monotonic
ἐργαστικός: -ή, -όν (ἐργάζομαι), ικανός προς εργασία, εργατικός, επιμελής, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
ἐργαστικός, ή, όν ἐργάζομαι
able to work, working, industrious, Plat., Xen.