μελέτημα: Difference between revisions
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] τό, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] τό, Übung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μ., Xen. re equ. 11, 13; τὰ [[ἐλευθέρια]] μ., Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 05:40, 26 September 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A practice, exercise, Pl.Phd. 67d, X.Cyr.8.1.43 (pl.), Critias 6.1; αἰσχρῶν ἔργων μ. E.Fr.910 (anap., nisi leg. μελέδημα) ; τὰ πρὸς πόλεμον μ. practice for... X.Eq.11.13.
2 μελετήματα φωνῆς grammatical examples, A.D.Synt.277.26.
German (Pape)
[Seite 122] τό, Übung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μ., Xen. re equ. 11, 13; τὰ ἐλευθέρια μ., Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
étude, exercice pratique.
Étymologie: μελετάω.
Russian (Dvoretsky)
μελέτημα: ατος τό занятие, упражнение (τῶν φιλοσόφων Plat.; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μελέτημα: τό, σπουδή, μελέτη, ἐξάσκησις, Πλάτ. Φαίδ. 67D, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, Κριτίας 2. 1· αἰσχρῶν ἔργων Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 101· μ. πρός τι, ἄσκησις εἴς τι, Ξεν. Ἱππ. 11, 13.
Greek Monolingual
το (ΑM μελέτημα) μελετώ
νεοελλ.
1. το προϊόν της μελέτης, της σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα»)
2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ ενοχλεί»)
μσν.
σκέψη, στοχασμός
αρχ.
1. άσκηση, εξάσκηση, γύμνασμα
2. φρ. «μελετήματα φωνής» — γραμματικά παραδείγματα.
Middle Liddell
μελέτημα, ατος, τό, μελετάω
a practice, exercise, study, Plat., Xen.