μεγαλοπράγμων: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(ptext.*?)That(.*?\n}})" to "$1Tat$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ον, große | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0107.png Seite 107]] ον, große Taten thuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 16:27, 7 March 2024
English (LSJ)
μεγαλοπράγμον, gen. ονος, disposed to do great deeds, forming great designs, X.HG5.2.36, Plu.Ages. 32.
German (Pape)
[Seite 107] ον, große Taten thuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui entreprend de grandes choses.
Étymologie: μέγας, πρᾶγμα.
Greek Monolingual
-ον (Α μεγαλοπράγμων, -ον)
αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυπράγμων].
Greek Monotonic
μεγᾰλοπράγμων: -ον (πράσσω), αυτός που διατίθεται να πράξει σπουδαία πράγματα, μεγαλόπνοα σχέδια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοπράγμων: 2, gen. ονος склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела Xen., Plut.
Middle Liddell
μεγᾰλο-πράγμων, ον, πράσσω
disposed to do great deeds, forming great designs, Xen.