ζυγίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_8)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζυγίζω''': ζυγιάζω, Σουΐδ.
|lstext='''ζυγίζω''': ζυγιάζω, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ζυγιάζω]] (Α [[ζυγίζω]]) [[ζυγός]]<br />[[βρίσκω]] με τον [[ζυγό]] το [[βάρος]] ενός αντικειμένου και το [[καθορίζω]] σε ορισμένα [[σταθμά]], το [[σταθμίζω]] («ζύγισέ μου το [[καρπούζι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμώ]], [[κρίνω]] [[κάτι]] σε [[παραβολή]] με άλλα, [[αποδίδω]] σε [[κάτι]] την πρέπουσα [[σημασία]]<br /><b>2.</b> [[σταθμίζω]], [[υπολογίζω]] εκ τών προτέρων τις συνέπειες ενός λόγου ή μιας ενέργειας [«να ζυγίζεις (ή ζυγιάζεις) καλύτερα τα [[λόγια]] σου»]<br /><b>3.</b> [[ευθυγραμμίζω]] («ο [[λοχίας]] ζύγισε καλά τη [[διμοιρία]] του»)<br /><b>4.</b> (αμτβ. για ζυγούς και [[ζυγιστικά]] όργανα) [[λειτουργώ]], [[λειτουργώ]] καλά («η [[ζυγαριά]] δεν ζυγίζει»)<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[εξασφαλίζω]] τη [[συμμετρία]] τών νομέων και της στείρας ως [[προς]] ορισμένο άξονα<br /><b>6.</b> <b>(αμτβ.)</b> έχω ορισμένο [[βάρος]], [[αντισταθμίζω]] στον [[ζυγό]] ορισμένο αριθμό κιλών, τόννων κ.λπ. («[[ζυγίζω]] 50 κιλά»)<br /><b>7.</b> έχω [[βαρύτητα]], [[σπουδαιότητα]], [[σημασία]] («ο [[λόγος]] του ζυγίζει»)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζυγίζομαι</i> και <i>ζυγιάζομαι</i> και <i>ζυγιέμαι</i><br />α) ([[κυρίως]] για αρπακτικά πτηνά) [[ισορροπώ]], [[αιωρούμαι]], [[μένω]] [[μετέωρος]] στο αέρα («ένα [[πουλάκι]] σ' ενός κλαριού την [[άκρια]] ζυγιαζόταν»)<br />β) (για πρόσ. και μικρά πλοία) [[προσπαθώ]] γέρνοντας από τη μια [[μεριά]] στην [[άλλη]] να βρω την [[ισορροπία]] μου για να μην πέσω («η [[βάρκα]] ζυγιαζόταν στο [[αραξοβόλι]] της»)<br /><b>9.</b> (η παθ. μτχ.) <i>ζυγισμένος</i> και <i>ζυγιασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ισορροπημένος, [[νουνεχής]] (φρ. «[[λόγια]] ζυγιασμένα»)<br /><b>10.</b> α) <b>ναυτ.</b> «[[ζυγίζω]] το [[πλοίο]]» — [[φέρνω]] από [[μακριά]] το διάμηκες επίπεδο του πλοίου στη [[γραμμή]] του άξονα της διώρυγας ή άλλου περάσματος που πρόκειται να διαπλεύσω<br />β) <b>παροιμ.</b> «[[οπού]] ζυγιέται στους γκρεμούς βουνά μην ανεβαίνει» — όποιος φοβάται τις δυσκολίες δεν [[πρέπει]] να ριψοκινδυνεύει σε δύσκολα έργα.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγίζω Medium diacritics: ζυγίζω Low diacritics: ζυγίζω Capitals: ΖΥΓΙΖΩ
Transliteration A: zygízō Transliteration B: zygizō Transliteration C: zygizo Beta Code: zugi/zw

English (LSJ)

   A = ζευγ-, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ζυγίζω: ζυγιάζω, Σουΐδ.

Greek Monolingual

και ζυγιάζωζυγίζω) ζυγός
βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και το καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, το σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι»)
νεοελλ.
1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία
2. σταθμίζω, υπολογίζω εκ τών προτέρων τις συνέπειες ενός λόγου ή μιας ενέργειας [«να ζυγίζεις (ή ζυγιάζεις) καλύτερα τα λόγια σου»]
3. ευθυγραμμίζω («ο λοχίας ζύγισε καλά τη διμοιρία του»)
4. (αμτβ. για ζυγούς και ζυγιστικά όργανα) λειτουργώ, λειτουργώ καλά («η ζυγαριά δεν ζυγίζει»)
5. ναυτ. εξασφαλίζω τη συμμετρία τών νομέων και της στείρας ως προς ορισμένο άξονα
6. (αμτβ.) έχω ορισμένο βάρος, αντισταθμίζω στον ζυγό ορισμένο αριθμό κιλών, τόννων κ.λπ. («ζυγίζω 50 κιλά»)
7. έχω βαρύτητα, σπουδαιότητα, σημασία («ο λόγος του ζυγίζει»)
8. μέσ. ζυγίζομαι και ζυγιάζομαι και ζυγιέμαι
α) (κυρίως για αρπακτικά πτηνά) ισορροπώ, αιωρούμαι, μένω μετέωρος στο αέρα («ένα πουλάκι σ' ενός κλαριού την άκρια ζυγιαζόταν»)
β) (για πρόσ. και μικρά πλοία) προσπαθώ γέρνοντας από τη μια μεριά στην άλλη να βρω την ισορροπία μου για να μην πέσω («η βάρκα ζυγιαζόταν στο αραξοβόλι της»)
9. (η παθ. μτχ.) ζυγισμένος και ζυγιασμένος, -η, -ο
ισορροπημένος, νουνεχής (φρ. «λόγια ζυγιασμένα»)
10. α) ναυτ. «ζυγίζω το πλοίο» — φέρνω από μακριά το διάμηκες επίπεδο του πλοίου στη γραμμή του άξονα της διώρυγας ή άλλου περάσματος που πρόκειται να διαπλεύσω
β) παροιμ. «οπού ζυγιέται στους γκρεμούς βουνά μην ανεβαίνει» — όποιος φοβάται τις δυσκολίες δεν πρέπει να ριψοκινδυνεύει σε δύσκολα έργα.