ἀνάλγητος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάλγητος''': -ον, [[ἄνευ]] ἄλγους, καὶ [[ἑπομένως]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, [[ἀδιάφορος]], εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ [[ἀνάλγητος]], εἰ μηθὲν φοβοῖτο, [[μήτε]] σεισμὸν [[μήτε]] κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - [[ἀόργητος]], ἀντίθετον τῷ [[ὀργίλος]], ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων [[πρός]] τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ [[τέλος]]. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνοικτίρμων]], Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος [[εἶναι]], ἧττον [[εὐαίσθητος]], ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: [[μετὰ]] γεν., ἀν. εἶναί τινος, [[ἀναίσθητος]] [[πρός]] τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ [[ἄνευ]] ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον). | |lstext='''ἀνάλγητος''': -ον, [[ἄνευ]] ἄλγους, καὶ [[ἑπομένως]]: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, [[ἀδιάφορος]], εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ [[ἀνάλγητος]], εἰ μηθὲν φοβοῖτο, [[μήτε]] σεισμὸν [[μήτε]] κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - [[ἀόργητος]], ἀντίθετον τῷ [[ὀργίλος]], ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων [[πρός]] τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ [[τέλος]]. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, [[σκληροκάρδιος]], [[ἀνοικτίρμων]], Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος [[εἶναι]], ἧττον [[εὐαίσθητος]], ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: [[μετὰ]] γεν., ἀν. εἶναί τινος, [[ἀναίσθητος]] [[πρός]] τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ [[ἄνευ]] ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de choses</i> qui ne cause pas de douleur, exempt de douleur;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> insensible à la douleur ; <i>au mor.</i> engourdi, insensible;<br /><b>2</b> insensible à la douleur (d’autrui), dur, cruel.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀλγέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without pain, and so: I of persons, insensible to pain or danger, Meliss. ap. Arist.Xen.974a19, cf. EN1115b26. 2 unfeeling, hard-hearted, ruthless, S.Aj.946 (lyr.); -ότερος εἶναι to feel less resentment, Th.3.40: c. gen., ἀ. γενέσθαι τινός to be ins nsible to, Plu.Aem.35. Adv. -τως unfeelingly, S.Aj.1333; callously, ἀ. ἀκούειν Plu.2.46c. II of things, not painful, ἀνάλγητα (sc. πράγματα) a lot free from pain, S.Tr.126. 2 cruel, πάθος E.Hipp.1386 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 195] schmerzlos, τὸ ἀν., Schmerzlosigkeit, Freiheit von Schmerz, Soph. Tr. 126, ch.; gew. unempfindlich, hart, Soph. Ai. 927; τὴν ὀσφύν Luc. Tim. 13; milder ist zu nehmen ἀναλγητότεροι φανῆναι, weniger empfindlich erscheinen, sich weniger gekränkt fühlen, Thuc. 3, 40; ἀν. εἶναί τινος, unempfindlich für etwas sein, Plut. Aem. Paul. 35. – Adv. ἀναλγήτως, Soph. Ai. 1312.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλγητος: -ον, ἄνευ ἄλγους, καὶ ἑπομένως: Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ αἰσθανόμενος πόνον ἢ κίνδυνον, ἀδιάφορος, εἴη δ’ ἄν τις μαινόμενος ἢ ἀνάλγητος, εἰ μηθὲν φοβοῖτο, μήτε σεισμὸν μήτε κύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 7. - ἀόργητος, ἀντίθετον τῷ ὀργίλος, ὁ αὐτ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 36. - ὁ ἀδιαφόρως ἔχων πρός τε τὸ χαίρειν καὶ πρὸς τὸ λυπεῖσθαι, Ἠθ. Εὐδ. 3. 2 περὶ τὸ τέλος. 2) ὁ μὴ συγκινούμενος, σκληροκάρδιος, ἀνοικτίρμων, Σοφ. Αἴ. 946. ἀναλγητότερος εἶναι, ἧττον εὐαίσθητος, ὀλιγώτερον τεθλιμμένος, Θουκ. 3. 40: μετὰ γεν., ἀν. εἶναί τινος, ἀναίσθητος πρός τι, Πλουτ. Αἰμίλ. 35: - Ἐπίρρ. -τως, ἀνηλεῶς, σκληρῶς, Σοφ. Αἴ. 1333· ἀπαθῶς, ψυχρῶς, ἀν. ἀκούειν Πλούτ. 2. 46C. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἄνευ ἄλγους καὶ ὀδύνης, ἀνάλγητα (δηλ. πράγματα) «χωρὶς βάσανα» Σοφ. Τρ. 126. 2) σκληρός, ἀνηλεής, πῶς ἀπαλλάξω βιοτὰν [ἐμὰν] τοῦδ’ ἀναλγήτου πάθους; Εὐρ. Ἱππ. 1386· (κατὰ Μαδβίγ. ἀνάλγητον).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. en parl. de choses qui ne cause pas de douleur, exempt de douleur;
II. en parl. de pers.
1 insensible à la douleur ; au mor. engourdi, insensible;
2 insensible à la douleur (d’autrui), dur, cruel.
Étymologie: ἀ, ἀλγέω.