πελάζω: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελάζω''': Ὅμ. κλ.· μέλλ. -άσω Εὐρ. Ἠλ. 1332, κτλ.· Ἀττ. πελῶ, Elmsl. παρὰ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 282, Σοφ. Φ. 1149· ποιητ. πελάσσω Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36: - ἀόρ. ἐπέλᾰσα Εὐρ., Ἐπικ. πέλασα Ἰλ. Μ. 194· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐπέλασσα Φ. 93, πέλασσα Ν. 1: - Μέσ. ἀόρ. εὐκτ. ἐν μεταβ. σημασ. πελασαίατο Ἰλ. Ρ. 341: - Παθ., ἀόρ. ἐπελάσθην Ἰλ., Σοφ.· Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. παθ. (κατὰ τύπον ὑπερσ.) ἔπλητο Ἡσ. Φ. 193, [[ἔπληντο]] Ἰλ. Δ. 449, κτλ.· [[πλῆτο]] Ξ. 438, [[πλῆντο]] [[αὐτόθι]] 468· [[ὕστερον]] [[ὡσαύτως]], ἐπλάθην [ᾱ], (οὐχὶ ἐπλάσθην, ὡς [[ἐνίοτε]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις), Αἰσχύλ. Πρ. 896, Εὐρ. Τρῳ. 203, κτλ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χορ.) - πρκμ. πέπλημαι Ἀνθ. Π. 5. 47, γ’ πληθ. πεπλήαται· Σιμων. Ἰαμβ. 33, μετοχ. [[πεπλημένος]] Ὀδ. Μ. 108: - [[πελάω]], [[πελάθω]], [[πλάθω]], [[εἶναι]] παράλληλοι τύποι ποιητικοί, τὸ δὲ [[πλησιάζω]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς παρὰ τοῖς πεζολόγοις [[τύπος]]· - ([[πέλας]]). Α. ἀμεταβ., [[πλησιάζω]], [[προσέρχομαι]], [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[μετὰ]] δοτ., πέλασεν νήεσσι Ἰλ. Μ. 112· [[ὅστις]] ἀϊδρείῃ πελάσῃ Ὀδ. Μ. 41· τούτοις σὺ μὴ π. Αἰσχύλ. Πρ. 807, Σοφ. Φ. 301, κτλ.· [[οὕτως]], ἀλλὰ σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πολεμίοισι π. Ἡρόδ. 9. 74· θηρίοις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7, προβλ. 3. 2, 10· παροιμ., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, «[[ὅμοιος]] ’ς τὸν ὅμοιον», Πλάτ. Συμπ. 195Β. 2) σπανίως (ὡς τὸ [[πέλας]]) [[μετὰ]] γεν., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Ἱππ. 603. 6· πάρα …, πελάσαι [[φάος]] ... νεῶν, δύναται νὰ πλησιάσῃ τὸ φῶς εἰς τὰ πλοῖα, Σοφ. Αἴ. 709 εἴρξω [σε] πελάζειν σῆς πάτρας ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1407 ([[ἔνθα]] ὁ Dind. ἀπορρίπτει τὸ σῆς πάτρας)· π. πηγῆς Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 87· πλῆρες, μὴ πελάσῃ τ’ ὄμματος [[ἐγγὺς]] Εὐρ. Μήδ. 101· ἴδε κατωτ. Γ. 1. 2. 3) [[μετὰ]] προθ., π. πρὸς τοῖχον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 730· ἐς τὸν ἀριθμὸν Ἡρόδ. 2. 19· τὸ [[ὕδωρ]] ἐς τὸ θερμὸν πελάζει, πλησιάζει εἰς τὸ θερμόν, ὁ αὐτ. 4.181· ἐς τούσδε τόπους Σοφ. Ο. Κ. 1761· εἰς ὄψιν, εἰς σὸν [[βλέφαρον]] Εὐρ. Ι. Τ. 1212, Ἠλ. 1332· ἐπί τινος Ὀρφ. Ἀργ. [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 564Β· - σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, [[δῶμα]] πελάζειν Εὐρ. Ἀνδρ. 1167, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1060· [[οὕτως]] [[ἴσως]] Φ. 1149, φυγᾷ μ’ [[οὐκέτι]] ... πελᾶτ’, δὲν θὰ μὲ πλησιάζητε πλέον [[μετὰ]] φόβου, ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ [[ῥῆμα]] μεταβατ., δὲ θὰ μὲ σύρητε πρὸς ἑαυτά, δηλ. δὲν θὰ μὲ κάμνετε νὰ ἐξέρχωμαι ἐκ τοῦ σπηλαίου μου νὰ σᾶς κυνηγῶ, ἀλλ’ ὁ Jebb ἐξέδωκε πηδᾶτ’ ἀντὶ πελᾶτ’, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημ. [[αὐτοῦ]] καὶ [[παράρτημα]]). 4) ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, Κύρ. 7. 1, 48. ΙΙ. [[πλησιάζω]] γυναῖκα (πρὸς συνουσίαν), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Πινδ. Ν. 10. 152· ἐπὶ παρθενικῆς [[λέχος]] Ἀνθ. Π. 6. 302· πρβλ. κατωτέρω Γ. ΙΙ. καὶ ἴδε [[πελάτης]]. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, μόνον παρὰ ποιηταῖς, [[φέρω]] πλησίον ἢ [[πρός]] τι, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ νὰ προσεγγίσῃ ἢ πλησιάσῃ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. (Ἡσ. μόνον Ἔργ. κ. Ἡμ. 429), ἐπὶ τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[[νέας]]] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Ὀδ. Γ. 291, πρβλ. 300· με ... γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα [[κῦμα]] Ξ. 315· τοὺς δ’ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων [[ἄνεμος]] Ο. 482· π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Ξ. 154, πρβλ. Β. 744, κτλ.· [[Ζεὺς]] δ’ [[ἐπεὶ]] οὖν Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα νηυσὶ πέλασσε, ἐπὶ ταῖς ναυσὶν ἐγγίσαι ἐποίησεν, Ν. 1· νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ [[σίδηρον]] Δ. 123· ἐπέλασσα θαλάσσῃ [[στῆθος]], ἐν τῷ κολυμβᾶν, Ὀδ. Ξ. 350· πάντας ... πέλασε χθονὶ Ἰλ. Θ. 277· οὔδει τινὰ πελάσσαι Ψ. 719, κτλ.· ἱστὸν δ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν (ἴδε ἐν λ. [[ἱστοδόκη]]) Α. 434· βόας ζεύγλᾳ π. Πινδ. Π. 4. 404· π. τινά δεσμοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 155· βρόχῳ δέρην Εὐρ. Ἄλκ. 230, κτλ.· - μεταφορ., πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι, [[φέρω]] τινὰ εἰς πόνους, εἰς ὀδύνας, Ἰλ. Ε. 766· ἐμὲ ... κράτει πέλασον, «τῇ νίκῃ ... πέλασον· ἵνα κρατήσω [[αὐτοῦ]]» Σχόλ. (πρβλ. [[προσμίγνυμι]]) Πινδ. Ο. 1. 126· Βορέᾳ [[σῶμα]] [[πελάζω]], ἐκθέτων αὐτὸν εἰς τὸν βορέαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1399· [[ἔπος]] [[ἐρέω]], ἀδάμαντι πελάσας (ἐξυπακ. αὐτό), ποιήσας αὐτὸ ἰσχυρὸν ὡς [[εἶναι]] ὁ [[ἀδάμας]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 91· ἐπεί ῥ’ ἐπέλασσέ γε [[δαίμων]], ἀφοῦ προσεπέλασεν αὐτὸν ὁ [[θεός]], Ἰλ. Ο. 418, Φ. 93· γόμφοισιν πελάσας [[[ἔλυμα]]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 429. 2) [[μετὰ]] προθέσ., με ... νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοὶ Ὀδ. Η. 254, Μ. 448· κτήματα δ’ ἐν [[σπήεσσι]] πελάσσατε Κ. 404, πρβλ. 424· οὕτω καὶ [[δεῦρο]] πελάζειν τινὰ Ε. 111· οὖδάσδε πελάζειν τινὰ Κ. 440, (οὔδει π. ἐν Ἰλ. Ψ. 719). Γ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ ἀμετάβ. ἐνεργ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]], κτλ., [[μετὰ]] δοτ., ἀσπίδες ... ἔπληντ’ ἀλλήλῃσι Ἰλ. Δ. 449., Θ. 63· [[πλῆτο]] χθονί, ἦλθε πλησίον τῆς γῆς (δηλ. κατέπεσε), Ξ. 438· οὔδεϊ [[πλῆντο]] [[αὐτόθι]] 468· σκοπέλῳ [[πεπλημένος]] Ὀδ. Μ. 108· ἀπολ., [[ἐπεὶ]] τὰ πρῶτα πέλασθεν (ἐπὶ τείχεσι) Μ. 420, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 144. 2) σπανίως [[μετὰ]] γεν., Χρύσης πελασθεὶς [[φύλακος]] Σοφ. Φιλ. 1327· ἴδε ἀνωτ. Α. 2. 3) ἑπομένου ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 213. ΙΙ. [[πλησιάζω]] [[ὅπως]] συνευνασθῶ, [[συνέρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἐπὶ γυναικός, [[μηδὲ]] πλαθείην γαμέτᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 806, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 25 ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ.
|lstext='''πελάζω''': Ὅμ. κλ.· μέλλ. -άσω Εὐρ. Ἠλ. 1332, κτλ.· Ἀττ. πελῶ, Elmsl. παρὰ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 282, Σοφ. Φ. 1149· ποιητ. πελάσσω Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36: - ἀόρ. ἐπέλᾰσα Εὐρ., Ἐπικ. πέλασα Ἰλ. Μ. 194· Ἐπικ. [[ὡσαύτως]] ἐπέλασσα Φ. 93, πέλασσα Ν. 1: - Μέσ. ἀόρ. εὐκτ. ἐν μεταβ. σημασ. πελασαίατο Ἰλ. Ρ. 341: - Παθ., ἀόρ. ἐπελάσθην Ἰλ., Σοφ.· Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. παθ. (κατὰ τύπον ὑπερσ.) ἔπλητο Ἡσ. Φ. 193, [[ἔπληντο]] Ἰλ. Δ. 449, κτλ.· [[πλῆτο]] Ξ. 438, [[πλῆντο]] [[αὐτόθι]] 468· [[ὕστερον]] [[ὡσαύτως]], ἐπλάθην [ᾱ], (οὐχὶ ἐπλάσθην, ὡς [[ἐνίοτε]] ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις), Αἰσχύλ. Πρ. 896, Εὐρ. Τρῳ. 203, κτλ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χορ.) - πρκμ. πέπλημαι Ἀνθ. Π. 5. 47, γ’ πληθ. πεπλήαται· Σιμων. Ἰαμβ. 33, μετοχ. [[πεπλημένος]] Ὀδ. Μ. 108: - [[πελάω]], [[πελάθω]], [[πλάθω]], [[εἶναι]] παράλληλοι τύποι ποιητικοί, τὸ δὲ [[πλησιάζω]] [[εἶναι]] ὁ κοινὸς παρὰ τοῖς πεζολόγοις [[τύπος]]· - ([[πέλας]]). Α. ἀμεταβ., [[πλησιάζω]], [[προσέρχομαι]], [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[μετὰ]] δοτ., πέλασεν νήεσσι Ἰλ. Μ. 112· [[ὅστις]] ἀϊδρείῃ πελάσῃ Ὀδ. Μ. 41· τούτοις σὺ μὴ π. Αἰσχύλ. Πρ. 807, Σοφ. Φ. 301, κτλ.· [[οὕτως]], ἀλλὰ σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πολεμίοισι π. Ἡρόδ. 9. 74· θηρίοις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7, προβλ. 3. 2, 10· παροιμ., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, «[[ὅμοιος]] ’ς τὸν ὅμοιον», Πλάτ. Συμπ. 195Β. 2) σπανίως (ὡς τὸ [[πέλας]]) [[μετὰ]] γεν., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Ἱππ. 603. 6· πάρα …, πελάσαι [[φάος]] ... νεῶν, δύναται νὰ πλησιάσῃ τὸ φῶς εἰς τὰ πλοῖα, Σοφ. Αἴ. 709 εἴρξω [σε] πελάζειν σῆς πάτρας ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1407 ([[ἔνθα]] ὁ Dind. ἀπορρίπτει τὸ σῆς πάτρας)· π. πηγῆς Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 87· πλῆρες, μὴ πελάσῃ τ’ ὄμματος [[ἐγγὺς]] Εὐρ. Μήδ. 101· ἴδε κατωτ. Γ. 1. 2. 3) [[μετὰ]] προθ., π. πρὸς τοῖχον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 730· ἐς τὸν ἀριθμὸν Ἡρόδ. 2. 19· τὸ [[ὕδωρ]] ἐς τὸ θερμὸν πελάζει, πλησιάζει εἰς τὸ θερμόν, ὁ αὐτ. 4.181· ἐς τούσδε τόπους Σοφ. Ο. Κ. 1761· εἰς ὄψιν, εἰς σὸν [[βλέφαρον]] Εὐρ. Ι. Τ. 1212, Ἠλ. 1332· ἐπί τινος Ὀρφ. Ἀργ. [[πρός]] τινα Πλούτ. 2. 564Β· - σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, [[δῶμα]] πελάζειν Εὐρ. Ἀνδρ. 1167, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1060· [[οὕτως]] [[ἴσως]] Φ. 1149, φυγᾷ μ’ [[οὐκέτι]] ... πελᾶτ’, δὲν θὰ μὲ πλησιάζητε πλέον [[μετὰ]] φόβου, ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ [[ῥῆμα]] μεταβατ., δὲ θὰ μὲ σύρητε πρὸς ἑαυτά, δηλ. δὲν θὰ μὲ κάμνετε νὰ ἐξέρχωμαι ἐκ τοῦ σπηλαίου μου νὰ σᾶς κυνηγῶ, ἀλλ’ ὁ Jebb ἐξέδωκε πηδᾶτ’ ἀντὶ πελᾶτ’, [[ἔνθα]] ἴδε μακρὰν σημ. [[αὐτοῦ]] καὶ [[παράρτημα]]). 4) ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, Κύρ. 7. 1, 48. ΙΙ. [[πλησιάζω]] γυναῖκα (πρὸς συνουσίαν), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Πινδ. Ν. 10. 152· ἐπὶ παρθενικῆς [[λέχος]] Ἀνθ. Π. 6. 302· πρβλ. κατωτέρω Γ. ΙΙ. καὶ ἴδε [[πελάτης]]. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, μόνον παρὰ ποιηταῖς, [[φέρω]] πλησίον ἢ [[πρός]] τι, [[κάμνω]] τι ἢ τινὰ νὰ προσεγγίσῃ ἢ πλησιάσῃ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. (Ἡσ. μόνον Ἔργ. κ. Ἡμ. 429), ἐπὶ τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[[νέας]]] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Ὀδ. Γ. 291, πρβλ. 300· με ... γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα [[κῦμα]] Ξ. 315· τοὺς δ’ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων [[ἄνεμος]] Ο. 482· π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Ξ. 154, πρβλ. Β. 744, κτλ.· [[Ζεὺς]] δ’ [[ἐπεὶ]] οὖν Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα νηυσὶ πέλασσε, ἐπὶ ταῖς ναυσὶν ἐγγίσαι ἐποίησεν, Ν. 1· νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ [[σίδηρον]] Δ. 123· ἐπέλασσα θαλάσσῃ [[στῆθος]], ἐν τῷ κολυμβᾶν, Ὀδ. Ξ. 350· πάντας ... πέλασε χθονὶ Ἰλ. Θ. 277· οὔδει τινὰ πελάσσαι Ψ. 719, κτλ.· ἱστὸν δ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν (ἴδε ἐν λ. [[ἱστοδόκη]]) Α. 434· βόας ζεύγλᾳ π. Πινδ. Π. 4. 404· π. τινά δεσμοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 155· βρόχῳ δέρην Εὐρ. Ἄλκ. 230, κτλ.· - μεταφορ., πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι, [[φέρω]] τινὰ εἰς πόνους, εἰς ὀδύνας, Ἰλ. Ε. 766· ἐμὲ ... κράτει πέλασον, «τῇ νίκῃ ... πέλασον· ἵνα κρατήσω [[αὐτοῦ]]» Σχόλ. (πρβλ. [[προσμίγνυμι]]) Πινδ. Ο. 1. 126· Βορέᾳ [[σῶμα]] [[πελάζω]], ἐκθέτων αὐτὸν εἰς τὸν βορέαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1399· [[ἔπος]] [[ἐρέω]], ἀδάμαντι πελάσας (ἐξυπακ. αὐτό), ποιήσας αὐτὸ ἰσχυρὸν ὡς [[εἶναι]] ὁ [[ἀδάμας]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 91· ἐπεί ῥ’ ἐπέλασσέ γε [[δαίμων]], ἀφοῦ προσεπέλασεν αὐτὸν ὁ [[θεός]], Ἰλ. Ο. 418, Φ. 93· γόμφοισιν πελάσας [[[ἔλυμα]]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 429. 2) [[μετὰ]] προθέσ., με ... νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοὶ Ὀδ. Η. 254, Μ. 448· κτήματα δ’ ἐν [[σπήεσσι]] πελάσσατε Κ. 404, πρβλ. 424· οὕτω καὶ [[δεῦρο]] πελάζειν τινὰ Ε. 111· οὖδάσδε πελάζειν τινὰ Κ. 440, (οὔδει π. ἐν Ἰλ. Ψ. 719). Γ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ ἀμετάβ. ἐνεργ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]], κτλ., [[μετὰ]] δοτ., ἀσπίδες ... ἔπληντ’ ἀλλήλῃσι Ἰλ. Δ. 449., Θ. 63· [[πλῆτο]] χθονί, ἦλθε πλησίον τῆς γῆς (δηλ. κατέπεσε), Ξ. 438· οὔδεϊ [[πλῆντο]] [[αὐτόθι]] 468· σκοπέλῳ [[πεπλημένος]] Ὀδ. Μ. 108· ἀπολ., [[ἐπεὶ]] τὰ πρῶτα πέλασθεν (ἐπὶ τείχεσι) Μ. 420, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 144. 2) σπανίως [[μετὰ]] γεν., Χρύσης πελασθεὶς [[φύλακος]] Σοφ. Φιλ. 1327· ἴδε ἀνωτ. Α. 2. 3) ἑπομένου ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 213. ΙΙ. [[πλησιάζω]] [[ὅπως]] συνευνασθῶ, [[συνέρχομαι]] εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἐπὶ γυναικός, [[μηδὲ]] πλαθείην γαμέτᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 806, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 25 ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> πελάσω, <i>att.</i> [[πελῶ]] ; <i>ao.</i> ἐπέλασα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπελάσθην, <i>ao.2 poét. sync.</i> [[ἐπλήμην]], <i>pf.</i> [[πέπλημαι]];<br /><b>1</b> <i>intr.</i> s’approcher, gén. <i>ou</i> acc.;<br /><b>2</b> <i>tr. (seul. en poésie)</i> approcher, faire approcher : [[νέας]] Κρήτῃ OD des vaisseaux près de la Crète ; τινα γαίῃ OD, Ἰθάκῃ OD qqn près de la terre, d’Ithaque ; [[στῆθος]] θαλάσσῃ OD se jeter la poitrine sur la mer (pour nager) ; ἰστὸν ἰστοδόκῃ IL renverser un mât sur son chevalet ; <i>fig.</i> τινα [[ἐς]] νῆσον OD faire aborder qqn dans une île ; <i>avec idée de violence</i> πελάζειν τινὰ δεσμοῖς ESCHL jeter qqn dans des liens ; τινα χθονί IL jeter qqn à terre ; <i>au Pass.</i> avec le dat. [[πλῆτο]] χθονί IL il tomba à terre ; <i>fig.</i> πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι IL jeter qqn dans la souffrance;<br /><i><b>Moy.</b></i> πελάζομαι (<i>ao.</i> ἐπελασάμην);<br /><b>1</b> <i>intr.</i> s’approcher de;<br /><b>2</b> <i>tr. (opt. ao. 3ᵉ pl. épq.</i> [[πελασαίατο]]) approcher.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πέλας]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελάζω Medium diacritics: πελάζω Low diacritics: πελάζω Capitals: ΠΕΛΑΖΩ
Transliteration A: pelázō Transliteration B: pelazō Transliteration C: pelazo Beta Code: pela/zw

English (LSJ)

Il.5.766, etc.: fut. -άσω E.El.1332 (lyr.), etc.; Att.

   A πελῶ A.Pr.284 (anap.), S.Ph.1150 (lyr., codd.), OC1060 (lyr.), El.497 (lyr.) : aor. ἐπέλᾰσα E.Hel.671 (lyr.) ; Ep. πέλασα Il.12.194 ; Ep. and Lyr. ἐπέλασσα 21.93, πέλασσα 13.1, Pi.P.4.227 :—Med., aor. opt. (trans.) πελασαίατο Il.17.341 ; inf. πελάσασθαι Emp.133 :—Pass., aor. ἐπελάσθην, Ep. 3pl. πέλασθεν Il.12.420, inf. πελασθῆναι S.OT 213 (lyr.) ; Ep. aor. Pass. ἔπλητο Hes. Th.193, ἔπληντο Il.4.449, etc., πλῆτο 14.438, πλῆντο ib.468 ; later ἐπλάθην [ᾱ] A.Pr.897 (lyr.), E. Tr.203(lyr.), etc. : pf. Pass. πέπλημαι AP5.46 (Rufin.) ; 3pl.πεπλήαται Semon.31 A (fort. πεπλέαται) ; part. πεπλημένος Od.12.108 ; cf. πελάω, πελάθω, πλάθω : (πέλας) :    A intr., approach, draw near, c. dat., πέλασεν νήεσσι Il.12.112 ; ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Od.12.41 ; ἐὸν . . ἐόντι πελάζει Parm.8.25 ; τούτοις σὺ μὴ π. A.Pr.807, cf. S.Ph.301, etc.: rarely in Prose, π. πολεμίοισι Hdt.9.74 ; θηρίοις X.Cyr.1.4.7, cf. 3.2.10, An.4.2.3 ; τῷ φθινοπώρῳ Hp.Prog.24 : prov., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει like draws to like, Pl. Smp.195b.    2 less freq. c. gen., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Hp.Mul. 1.34 ; πάρα . . πελάσαι φάος . . νεῶν light may come near the ships, S. Aj.709 (lyr.) ; εἴρξω πελάζειν [σῆς πάτρας] Id.Ph.1407 (but σῆς πάτρας shd. be deleted) ; π. πηγῆς Call.Ap.88 (nisi leg. πηγῇσι) ; π. τῆς πόλεως Th.2.77, Plb.21.6.3 ; also μὴ πελάσητ' ὄμματος ἐγγύς E.Med.101 (anap.).    3 with a Prep., πρὸς τοῖχον π. Hes.Op. 732 ; ἐς τὸν ἀριθμόν Hdt.2.19 ; [τὸ ὕδωρ] ἐς τὸ θερμὸν π. gets hotter, Id.4.181 ; ἐς τούσδε τόπους S.OC1761 (anap.) ; εἰς ὄψιν, ἐς σὸν βλέφαρον, E.IT1212, El.1332 (anap.) ; ἐπί τινος Orph.A.888 ; πρὸς ἀλλήλας Plu.2.564b.    4 c. acc. loci, δῶμα πελάζει E.Andr.1167 (anap.) ; elsewh. dub., S.OC1060 (fort. εἰς νομόν), Ph.1150 (but φυγᾷ μ' οὐκέτι . . πελᾶτ' shd. be taken in trans. sense, will no more draw me after you).    5 abs., X.Cyr.7.1.48.    II approach (in marriage), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Pi.N.10.81 ; ἐπὶ παρθενικῆς λέχος AP5.301 (Agath.).    B causal, only in Poets, bring near or to, freq. in Hom. (Hes. only Op.431), both of persons and things, [νέας] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Od.3.291, cf. 300 ; με . . γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα 14.315 ; τοὺς δ' Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος 15.482 ; π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Il.24.154, cf. 2.744, etc.; Ζεὺς . . Ἕκτορα νηυσὶ π. let him approach the ships, 13.1 ; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον brought the string up to his breast, etc., of one drawing a bow, 4.123 ; ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, in swimming, Od.14.350 ; πάντας . . πέλασε χθονί brought them to earth, Il.8.277 ; οὔδει τινὰ πελάσσαι 23.719, etc.; ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν 1.434 ; βόας ζεύγλᾳ π. Pi.P.4.227 ; δεσμοῖς τινὰ π. A.Pr.155 (anap.) ; βρόχῳ δέρην E.Alc.230 (lyr.) ; μὴ πέλαζε μητρί (sc. τέκνα) Id.Med.91 ; κορώνῃ νευρειήν Theoc.25.212 ; ἐπεί ἐπέλασσέ γε δαίμων brought [him so far], Il.15.418, cf. 21.93 ; γόμφοισιν πελάσας [γύην] when he has fixed [the plough-tree to the pole] with nails, Hes.Op.431 : metaph., ἑ . . κακῇς ὀδύνῃσι π. bring him into pain, Il.5.766 ; ἐμὲ . . κράτει πέλασον endue me with might, Pi. O.1.78 ; Βορέᾳ σῶμα π. exposing it... Ar.Av.1399 (anap.) ; ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας (sc. αὐτό) having made it firm as adamant, Orac. ap. Hdt.7.141.    2 folld. by a Prep., με . . νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί Od. 7.254 ; κτήματα δ' ἐν σπήεσσι πελάσσατε 10.404, cf. 424 ; also δεῦρο π. τινά 5.111 ; οὖδάσδε πελάζειν τινά 10.440.    3 Med., bring near to oneself, οὐκ ἔστιν πελάσασθαι ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.l.c.    C Pass., like the intr. Act., come nigh, approach, etc., c. dat., ἀσπίδες . . ἔπληντ' ἀλλήλῃσι Il.4.449 ; πλῆτο χθονί he came near (i. e. sank to) earth, 14.438 ; οὔδεϊ πλῆντο ib.468 ; σκοπέλῳ πεπλημένος Od. 12.108 : abs., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (sc. τείχει) Il.12.420, cf. A.Th. 144 (lyr.).    2 rarely c. gen., Χρύσης πελασθεὶς φύλακος S.Ph. 1327.    3 folld. by a Prep., πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν Id.OT213 (lyr.).    II approach or wed, of a woman, μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ A.Pr.897 (lyr.), cf. E.Andr.25 ; v. supr. A. 11.

German (Pape)

[Seite 548] fut. πελάσω, aor. ἐπέλασα, p., bes. ep. ἐπέλασσα, nähern, nahe bringen, heranbewegen, von belebten Wesen u. leblosen Dingen, τινά τινι; τοὺς Αἰθίκεσσι πέλασσεν, Il. 2, 744; ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν, 1, 434, den Mast in sein Behältniß legen; νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν, τόξῳ δὲ σίδηρον, 4, 123, die Sehne an die Brust heranziehen, öfter; ἐμὲ μὲν νῦν νηυσὶ πελάσσετον, 10, 442, öfter; Τρῶας νηυσί, die Troer sich den Schiffen nähern lassen, 13, 1; πάντας πέλασε χθονί, warf sie auf die Erde, 8, 277 u. öfter; auch ἔνθα μιν ἐξ ἵππων πέλασαν χθονί, sie legten ihn auf die Erde, 14, 435; τὰς (νῆας) Κρήτῃ ἐπέλασσεν (Ζεύς), Od. 3, 291; στῆθος θαλάσσῃ, die Brust dem Meere nähern, d. i. sich mit der Brust aufs Meer legen, um zu schwimmen, 14, 350; auch τινὰ νῆσον ἐς Ὠγυγίην, Einen an die Insel hinantreiben, 7, 254. 12, 448; κτήματα ἐν σπήεσσι πελάζειν, 10, 404. 424, in die Höhle bringen; δεῦρο πελ. τινά, 5, 111. 134; οὖδάσδε, 10, 440; ἐπέλασε Νείλῳ, Eur. Hel. 677; Or. 1684; übertr., τινὰ ὀδύνῃσι πελάζειν, Einen den Schmerzen nahe bringen, ihn in Schmerzen stürzen, in Leid versetzen, Il. 5, 766; τοὺς (βόας) ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος, er brachte sie unter das Joch, Pind. P. 4, 227; ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων, κράτει δὲ πέλασον, d. i. verleihe mir den Sieg, Ol. 1, 78; δεσμοῖς ἀλύτοις ἀγρίως πελάσας, Aesch. Prom. 155, wo der accus. aus dem Zusammenhange leicht zu ergänzen ist, wie Il. 23, 719, οὔτ' Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι, οὔδει τε πελάσσαι; vgl. noch ἔπος ἐρέω ἀδάμαντι πελάσσας, ein Wort will ich sagen, das ich dem Stahle genähert, so fest wie Stahl gemacht habe, Orak. bei Her. 7, 141. So ist auch wohl Soph. Phil. 1135 zu fassen, φυγᾷ μ' οὐκέτ' ἀπ' αὐλίων πελᾶτε, d. i. fut. = πελάσετε, ihr werdet mich nicht von der Höhle fort zu euch bewegen; μὴ πέλαζε μητρί, sc. τὰ τέκνα, Eur. Med. 91; πελάζειν σῶμά τινι, Ar. Av. 1399; sp. D.; πελάσαι χθονί, auf die Erde werfen, Ap. Rh. 1, 944. – Med. u. pass. sich nähern, an Jemand herankommen, ihn angehen, λιταῖσί σε θεοκλύτοις ἀπύουσαι πελαζόμεσθα, Aesch. Spt. 143; Eur. Or. 1279 Rhes. 776; aber μηδ' οἵ γε Πάτροκλον νηυσὶν πελασαίατο ist = zu ihren Schiffen hin, Il. 17, 341. – Dazu gehört der syncop. aor. ἐπλήμην, πλῆτο, πλῆντο, πλῆτο χθονί, er näherte sich der Erde, sank zur Erde, Il. 14, 438, wie οὔδεϊ πλῆντο 468; ἀσπίδες ἔπληντ' ἀλλήλῃσι, die Schilde näherten sich einander, 4, 449. 8, 63; auch perf. pass. πεπλημένος, Od. 12, 108; aor. pass., οὔτε Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ ταπρῶτα πέλασθεν, sc. τείχεσιν, Il. 12, 420; πέπλησαι, Rufin. 5 (V, 47); sp. D., einzeln auch schon Tragg., haben auch den aor. pass. ἐπλάθην, wofür sich auch ἐπλάσθην geschrieben findet, was falsch scheint, wie Aesch. μηδὲ πλασθείην γαμέτᾳ τινί, Prom. 899; vgl. πλάθω. – Wie das act. oft absolut gebraucht ist, so daß man aus dem Zusammenhange den accus. ergänzen muß, vgl. uoch οὐδ' ὁ τὸν ἂψ ὤσασθαι, ἐπεί ῥ' ἐπέλασσέ γε δαίμων, sc. αὐτὸν αὐτῷ, Il. 15, 418. 21, 93, so wird es auch intrans. gebraucht, so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich nähern, nahe herankommen, ὅστις ἀϊδρείῃ πελάσῃ, Od. 12, 41; νήεσσι, sich den Schiffen nähern, Il. 12, 112; πρὸς τοῖχον, Hes. O. 734; ματρί, Pind. N. 10, 81, von ehelicher Gemeinschaft; vgl. Aesch. Suppl. 296; οἷς μὴ πελάζειν, Prom. 714. 809; ἐκ ποίας. πάτρας Ἑλληνικοῖσι δώμασιν πελάζετε, Eur. Phoen. 279, öfter; εἰς ὄψιν, I. T. 1212, wie οὐδ' ἐγὼ εἰς σὸν βλέφαρον πελάσω, El. 1332; ὅκως πελάσειε τοῖσι πολεμίοισι, Her. 9, 74; ἐς τὸν ἀριθμόν, 2, 19; einzeln bei Folgden, ὡς ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, Plat. Conv. 195 b, sprichwörtlich, gleich und gleich gesellt sich gern.

Greek (Liddell-Scott)

πελάζω: Ὅμ. κλ.· μέλλ. -άσω Εὐρ. Ἠλ. 1332, κτλ.· Ἀττ. πελῶ, Elmsl. παρὰ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 282, Σοφ. Φ. 1149· ποιητ. πελάσσω Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36: - ἀόρ. ἐπέλᾰσα Εὐρ., Ἐπικ. πέλασα Ἰλ. Μ. 194· Ἐπικ. ὡσαύτως ἐπέλασσα Φ. 93, πέλασσα Ν. 1: - Μέσ. ἀόρ. εὐκτ. ἐν μεταβ. σημασ. πελασαίατο Ἰλ. Ρ. 341: - Παθ., ἀόρ. ἐπελάσθην Ἰλ., Σοφ.· Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. παθ. (κατὰ τύπον ὑπερσ.) ἔπλητο Ἡσ. Φ. 193, ἔπληντο Ἰλ. Δ. 449, κτλ.· πλῆτο Ξ. 438, πλῆντο αὐτόθι 468· ὕστερον ὡσαύτως, ἐπλάθην [ᾱ], (οὐχὶ ἐπλάσθην, ὡς ἐνίοτε ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις), Αἰσχύλ. Πρ. 896, Εὐρ. Τρῳ. 203, κτλ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χορ.) - πρκμ. πέπλημαι Ἀνθ. Π. 5. 47, γ’ πληθ. πεπλήαται· Σιμων. Ἰαμβ. 33, μετοχ. πεπλημένος Ὀδ. Μ. 108: - πελάω, πελάθω, πλάθω, εἶναι παράλληλοι τύποι ποιητικοί, τὸ δὲ πλησιάζω εἶναι ὁ κοινὸς παρὰ τοῖς πεζολόγοις τύπος· - (πέλας). Α. ἀμεταβ., πλησιάζω, προσέρχομαι, ἔρχομαι πλησίον, μετὰ δοτ., πέλασεν νήεσσι Ἰλ. Μ. 112· ὅστις ἀϊδρείῃ πελάσῃ Ὀδ. Μ. 41· τούτοις σὺ μὴ π. Αἰσχύλ. Πρ. 807, Σοφ. Φ. 301, κτλ.· οὕτως, ἀλλὰ σπανίως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πολεμίοισι π. Ἡρόδ. 9. 74· θηρίοις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 7, προβλ. 3. 2, 10· παροιμ., ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει, «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Πλάτ. Συμπ. 195Β. 2) σπανίως (ὡς τὸ πέλας) μετὰ γεν., ἐπὴν [ἡ γυνὴ] τόκου π. Ἱππ. 603. 6· πάρα …, πελάσαι φάος ... νεῶν, δύναται νὰ πλησιάσῃ τὸ φῶς εἰς τὰ πλοῖα, Σοφ. Αἴ. 709 εἴρξω [σε] πελάζειν σῆς πάτρας ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1407 (ἔνθα ὁ Dind. ἀπορρίπτει τὸ σῆς πάτρας)· π. πηγῆς Καλλ. εἰς Ἀπολλ. 87· πλῆρες, μὴ πελάσῃ τ’ ὄμματος ἐγγὺς Εὐρ. Μήδ. 101· ἴδε κατωτ. Γ. 1. 2. 3) μετὰ προθ., π. πρὸς τοῖχον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 730· ἐς τὸν ἀριθμὸν Ἡρόδ. 2. 19· τὸ ὕδωρ ἐς τὸ θερμὸν πελάζει, πλησιάζει εἰς τὸ θερμόν, ὁ αὐτ. 4.181· ἐς τούσδε τόπους Σοφ. Ο. Κ. 1761· εἰς ὄψιν, εἰς σὸν βλέφαρον Εὐρ. Ι. Τ. 1212, Ἠλ. 1332· ἐπί τινος Ὀρφ. Ἀργ. πρός τινα Πλούτ. 2. 564Β· - σπανίως μετ’ αἰτ. τόπου, δῶμα πελάζειν Εὐρ. Ἀνδρ. 1167, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1060· οὕτως ἴσως Φ. 1149, φυγᾷ μ’ οὐκέτι ... πελᾶτ’, δὲν θὰ μὲ πλησιάζητε πλέον μετὰ φόβου, (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ ῥῆμα μεταβατ., δὲ θὰ μὲ σύρητε πρὸς ἑαυτά, δηλ. δὲν θὰ μὲ κάμνετε νὰ ἐξέρχωμαι ἐκ τοῦ σπηλαίου μου νὰ σᾶς κυνηγῶ, ἀλλ’ ὁ Jebb ἐξέδωκε πηδᾶτ’ ἀντὶ πελᾶτ’, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. αὐτοῦ καὶ παράρτημα). 4) ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, Κύρ. 7. 1, 48. ΙΙ. πλησιάζω γυναῖκα (πρὸς συνουσίαν), ματρὶ τεᾷ πελάσαις Πινδ. Ν. 10. 152· ἐπὶ παρθενικῆς λέχος Ἀνθ. Π. 6. 302· πρβλ. κατωτέρω Γ. ΙΙ. καὶ ἴδε πελάτης. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας, μόνον παρὰ ποιηταῖς, φέρω πλησίον ἢ πρός τι, κάμνω τι ἢ τινὰ νὰ προσεγγίσῃ ἢ πλησιάσῃ, συχν. παρ’ Ὁμ. (Ἡσ. μόνον Ἔργ. κ. Ἡμ. 429), ἐπὶ τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[[νέας]]] Κρήτῃ ἐπέλασσεν Ὀδ. Γ. 291, πρβλ. 300· με ... γαίῃ Θεσπρωτῶν πέλασεν μέγα κῦμα Ξ. 315· τοὺς δ’ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμος Ο. 482· π. τινὰ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Ξ. 154, πρβλ. Β. 744, κτλ.· Ζεὺς δ’ ἐπεὶ οὖν Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα νηυσὶ πέλασσε, ἐπὶ ταῖς ναυσὶν ἐγγίσαι ἐποίησεν, Ν. 1· νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ σίδηρον Δ. 123· ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, ἐν τῷ κολυμβᾶν, Ὀδ. Ξ. 350· πάντας ... πέλασε χθονὶ Ἰλ. Θ. 277· οὔδει τινὰ πελάσσαι Ψ. 719, κτλ.· ἱστὸν δ’ ἱστοδόκῃ πέλασαν (ἴδε ἐν λ. ἱστοδόκη) Α. 434· βόας ζεύγλᾳ π. Πινδ. Π. 4. 404· π. τινά δεσμοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 155· βρόχῳ δέρην Εὐρ. Ἄλκ. 230, κτλ.· - μεταφορ., πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι, φέρω τινὰ εἰς πόνους, εἰς ὀδύνας, Ἰλ. Ε. 766· ἐμὲ ... κράτει πέλασον, «τῇ νίκῃ ... πέλασον· ἵνα κρατήσω αὐτοῦ» Σχόλ. (πρβλ. προσμίγνυμι) Πινδ. Ο. 1. 126· Βορέᾳ σῶμα πελάζω, ἐκθέτων αὐτὸν εἰς τὸν βορέαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1399· ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσας (ἐξυπακ. αὐτό), ποιήσας αὐτὸ ἰσχυρὸν ὡς εἶναιἀδάμας, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 91· ἐπεί ῥ’ ἐπέλασσέ γε δαίμων, ἀφοῦ προσεπέλασεν αὐτὸν ὁ θεός, Ἰλ. Ο. 418, Φ. 93· γόμφοισιν πελάσας [[[ἔλυμα]]] Ἔργ. κ. Ἡμ. 429. 2) μετὰ προθέσ., με ... νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοὶ Ὀδ. Η. 254, Μ. 448· κτήματα δ’ ἐν σπήεσσι πελάσσατε Κ. 404, πρβλ. 424· οὕτω καὶ δεῦρο πελάζειν τινὰ Ε. 111· οὖδάσδε πελάζειν τινὰ Κ. 440, (οὔδει π. ἐν Ἰλ. Ψ. 719). Γ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ ἀμετάβ. ἐνεργ., ἔρχομαι πλησίον, προσεγγίζω, πλησιάζω, κτλ., μετὰ δοτ., ἀσπίδες ... ἔπληντ’ ἀλλήλῃσι Ἰλ. Δ. 449., Θ. 63· πλῆτο χθονί, ἦλθε πλησίον τῆς γῆς (δηλ. κατέπεσε), Ξ. 438· οὔδεϊ πλῆντο αὐτόθι 468· σκοπέλῳ πεπλημένος Ὀδ. Μ. 108· ἀπολ., ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν (ἐπὶ τείχεσι) Μ. 420, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 144. 2) σπανίως μετὰ γεν., Χρύσης πελασθεὶς φύλακος Σοφ. Φιλ. 1327· ἴδε ἀνωτ. Α. 2. 3) ἑπομένου ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 213. ΙΙ. πλησιάζω ὅπως συνευνασθῶ, συνέρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἐπὶ γυναικός, μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 806, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 25 ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. πελάσω, att. πελῶ ; ao. ἐπέλασα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπελάσθην, ao.2 poét. sync. ἐπλήμην, pf. πέπλημαι;
1 intr. s’approcher, gén. ou acc.;
2 tr. (seul. en poésie) approcher, faire approcher : νέας Κρήτῃ OD des vaisseaux près de la Crète ; τινα γαίῃ OD, Ἰθάκῃ OD qqn près de la terre, d’Ithaque ; στῆθος θαλάσσῃ OD se jeter la poitrine sur la mer (pour nager) ; ἰστὸν ἰστοδόκῃ IL renverser un mât sur son chevalet ; fig. τινα ἐς νῆσον OD faire aborder qqn dans une île ; avec idée de violence πελάζειν τινὰ δεσμοῖς ESCHL jeter qqn dans des liens ; τινα χθονί IL jeter qqn à terre ; au Pass. avec le dat. πλῆτο χθονί IL il tomba à terre ; fig. πελάζειν τινὰ ὀδύνῃσι IL jeter qqn dans la souffrance;
Moy. πελάζομαι (ao. ἐπελασάμην);
1 intr. s’approcher de;
2 tr. (opt. ao. 3ᵉ pl. épq. πελασαίατο) approcher.
Étymologie: DELG πέλας.