ἀπολύω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀπολύσω, <i>ao.</i> ἀπέλυσα, <i>pf.</i> ἀπολέλυκα;<br /><b>I.</b> délier, détacher : ἱμάντα OD une courroie;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> libérer un captif moyennant rançon;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> absoudre qqn d’une accusation ; ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα [[εἶναι]] HDT acquitter qqn comme n’étant pas un voleur;<br /><b>3</b> congédier, renvoyer;<br /><b>4</b> affranchir, libérer : τινά τινος qqn d’une charge, d’un souci, <i>etc.</i> ; τὴν ψυχὴν ἀπὸ [[τοῦ]] σώματος κοινωνίας PLAT affranchir l’âme de la communauté avec le corps ; <i>Pass.</i> τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι HDT être affranchi du service militaire ; τῆς ἀρχῆς ἀπ. THC être affranchi de l’autorité (de qqn);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπολύομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> écarter de soi : διαβολάς, αἰτίαν des attaques, une accusation ; <i>abs.</i> ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη HDT il dit pour sa défense;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’éloigner, quitter la vie, mourir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λύω]]. | |btext=<i>f.</i> ἀπολύσω, <i>ao.</i> ἀπέλυσα, <i>pf.</i> ἀπολέλυκα;<br /><b>I.</b> délier, détacher : ἱμάντα OD une courroie;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> libérer un captif moyennant rançon;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> absoudre qqn d’une accusation ; ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα [[εἶναι]] HDT acquitter qqn comme n’étant pas un voleur;<br /><b>3</b> congédier, renvoyer;<br /><b>4</b> affranchir, libérer : τινά τινος qqn d’une charge, d’un souci, <i>etc.</i> ; τὴν ψυχὴν ἀπὸ [[τοῦ]] σώματος κοινωνίας PLAT affranchir l’âme de la communauté avec le corps ; <i>Pass.</i> τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι HDT être affranchi du service militaire ; τῆς ἀρχῆς ἀπ. THC être affranchi de l’autorité (de qqn);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπολύομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> écarter de soi : διαβολάς, αἰτίαν des attaques, une accusation ; <i>abs.</i> ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη HDT il dit pour sa défense;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’éloigner, quitter la vie, mourir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λύω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=aor. ἀπέλῦσας, subj. ἀπολύσομεν, [[mid]]. fut. ἀπολῦσόμεθα, aor. [[part]]. ἀπολῦσάμενος: I. [[act]]., [[loose]] [[from]], [[release]] [[for]] [[ransom]] (Il.)<<>*<>> ἵμαντα [[θοῶς]] ἀπέλῦσε κορώνης, Od. 21.46; οὐδ' ἀπέλῦσε θύγατρα καὶ [[οὐκ]] ἀπεδέξατ [[ἄποινα]], Il. 1.95.—II. [[mid]]., [[loose]] [[from]] [[oneself]], [[get]] released [[for]] [[oneself]], [[ransom]]; ἀπολῦσάμενος (κρἠδεμνον), Od. 5.349; (παῖδας) χαλκοῦ τε χρῦσοῦ τ' ἀπολῦσόμεθα, Il. 22.50. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 August 2017
English (LSJ)
[v. λύω], fut. -λύσω, etc.: fut. Pass.
A ἀπολελύσομαι X.Cyr. 6.2.37:—loose from, ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης Od.21.46; ὄφρ' ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος the sides of the ship from the keel, ib.12.420; undo, ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν ib.3.392; ἐπιδέσματα Hp. Fract.25. 2 set free, release, relieve from, ἀ. τινὰ τῆς φρουρῆς Hdt. 2.30; τῆς ἐπιμελείας X.Cyr.8.3.47; τῶν ἐκεῖ κακῶν Pl.R.365a; τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας Id.Phd.65a, cf. 67a; ἀ. τῆς μετρήσεως save them from the trouble of measuring, Arist.Pol.1257a40:— Pass., to be set free, τῶν δεινῶν, φόβου, Th.1.70, 7.56, etc. b freq. in legal sense, ἀ. τῆς αἰτίης acquit of the charge, Hdt.9.88, X.An.6.6.15; opp. καταψηφίζω, Democr.262; τῆς εὐθύνης Ar.V.571: c. inf., ἀ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι acquit of being a thief, Hdt.2.174; so ἀπολύεται μὴ ἀδικεῖν Th.1.95, cf. 128: abs., acquit, Ar.V.988,1000, Lys.20.20, etc. II in Il. always, = ἀπολυτρόω, release on receipt of ransom, οὐδ' ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ' ἄποινα 1.95; Ἕκτορ' ἔχει . . οὐδ' ἀπέλυσεν 24.115, al.:—Med., set free by payment of ransom, ransom, redeem, χαλκοῦ τε χρυσοῦ τ' ἀπολυσόμεθ' at a price of .., Il.22.50 (but Act. in Prose, ἀπολύειν πολλῶν χρημάτων X.HG4.8.21). 2 let go, let alone, leave one, of an illness, Hp.Coac.564. III discharge, disband an army, ἀ. οἴκαδε X.HG6.5.21; generally, dismiss, discharge, ἐμὲ . . ἀπέλυσ' ἄδειπνον Ar.Ach. 1155, cf. Bion 1.96. 2 divorce a wife, Ev.Matt.1.19, etc.; τὸν ἄνδρα D.S.12.18. 3 do away with, remove, αἰσχύνην D.20.47:—Pass., Antipho 2.1.5. 4 discharge or pay a debt, Pl.Cra.417b; pay, ἀ. τὸν χαλκόν PTeb.490 (i B. C.); pay off a mortgage, POxy.509.15. 5 dismiss a charge, εἰσαγγελία ὑπὸ τοῦ κατηγόρου ἀπολελυμένη Hyp.Eux.38. IV ἀ. ἀνδράποδα Θρᾳξίν sell, Antipho 5.20; ἀ. οἰκίαν τινί sell a mortgaged house outright, Is.6.33. V deliver, τί τινι PFlor. 123.2 (iii A. D.): —Pass., ib.228.6 (iii A. D.). VI begin to count, [μοίρας] ἀπό .. Vett. Val. 135: abs., Id.19.19, Paul.Al.Q.2. VII intr., depart (cf. B.IV, C. 2), Plb.3.69.14, al. B Med. with aor. 2 ἀπελύμην (in pass. sense), Opp.C.3.128:— redeem, v. supr. A.11. II ἀπολύεσθαι διαβολάς do away with, refute calumnies against one, Th.8.87, Pl.Ap.37b, al.: abs., Arist.Rh.1416b9. 2 τὴν αἰτίαν, τὰς βλασφημίας, τὰ κατηγορημένα, Th.5.75, D. 15.2, 18.4: c. gen., τῶν εἰς Ἀριστόβουλον -σασθαι J.AJ15.3.5. b refute, τοὺς ἐναντίους λόγους Dam.Pr.126 ter: abs., ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη in defence, Hdt.8.59. III like Act., acquit, τοῦ μὴ κακῶς ἔχειν ἀλλ' ὀρθῶς Pl.Lg.637c. 2 release from, τοὺς Ἕλληνας ἀ. δουλείας Id.Mx.245a. IV like Pass. (c. 11), depart, S.Ant.1314; also, put off, πνεῦμα ἀ. AP9.276 (Crin.); but πνεῦμα μελῶν ἀπέλυε IG14.607e (Carales). C Pass., to be released, ἐλπίζων τοὺς υἱέας τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι from military service, Hdt.4.84, cf. X.Cyr.6.2.37; τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι to be freed from their rule, Th.2.8; τῶν δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι Id.1.70; τῆς ὑποψίας Antipho 2.4.3; τῆς μιαρίας ib. 3.11: abs., to be acquitted, Th.6.29; to be absolved from, τῶν ἀδικημάτων Pl.Phd.113d. II of combatants, to be separated, part, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο Th.1.49; generally, to be separated or detached, ἀλλήλων or ἀπ' ἀλλήλων, Arist.Metaph.1031b3, Ph.185a28; ἀ. τὰ ᾠὰ τῆς ὑστέρας Id.GA754b18, al.; ἀπολελυμένος, abs., detached, αἰδοῖον, γλῶττα, ὄρχεις, Id.HA500b2, 533a27, 535b2; τὴν γλῶτταν ἀ. having its tongue detached, Id.Fr.319, al.; also, distinct, differentiated, Id.HA497b22. 2 depart, ἔθανες, ἀπελύθης, S.Ant.1268 (lyr.), cf. Plb.6.58.4, al., LXX Nu.20.29, al.; cf. supr. B. IV. III of a child, to be brought forth, Hp.Superf.11, cf. 24, Arist.GA745b11; of the mother, to be delivered, Hp.Epid.2.2.17. IV to be annulled, Arist. EN1156a22. V ἀπολελυμένος, η, ον, absolute, esp. in Gramm., D.T. 636.15, A.D.Synt.97.20, al.: also, general, of meaning, Olymp.Alch. p.72B. VI of metres, irregular, without strophic responsion, Heph.Poëm.5.
German (Pape)
[Seite 313] ablösen, 1) einen Gefangenen für ein Lösegeld freigeben, Iliad. 1, 95; 10, 449 dem μεθεῖναι, umsonst freilassen, gegenüberstehend; freilassen, Plat. Rep. III, 390 a; von Soldaten, entlassen, Xen. Hell. 6, 5, 21; die Frau entlassen, sich von ihr scheiden, Ev. Matth. 1, 19, vgl. 5, 31; freisprechen vor Gericht, ἀπέλυσαν αὐτόν, μὴ φῶρα εἶναι Her. 2, 174; τινὰ τῆς αἰτίης 9. 88; Thuc. 6, 29; Xen. Mem. 4, 8, 5 u. sonst; pass. ἀπολύεσθαι μὴ ἀδικεῖν Thuc. 1, 95; vgl. Lys. 8. 4; Isocr. 1, 23; med. ἀπολύσασθαι αἰτίας Aesch. 2, 2; absol. Ar. Vesp. 988; rechtfertigen, Dem. 24, 13 u. Sp. – 2) trennen, absondern, losmachen, ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης Od. 21, 46; ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν, machte das Band, den Deckel los, 3, 392; vgl. πεῖσμα δ' ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο Od. 1 3, 77; losreißen, ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος Od. 12, 420; befreien, τινὰ κακῶν Plat. Rep. II. 365 a; τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας Phaed. 64 e; ὁπλοφόρου τάξεως Xen. Cyr. 6, 2, 37; ὠδῖνα, gebären, Ael. H. A. 3, 16 u. öfter; übertr., τινὰ τῆς ὠδῖνος Plat. Conv. 206 e; Theaet. 184 b τινὰ ὧν κύει ἀπολῦσαι; ἀνάλωμα, bezahlen, Crat. 417 b; wie absolvo, abmachen, Men. 99 b. – Med., a) loskaufen, χρυσοῦ, für Gold, Il. 22, 50; πολλῶν χρημάτων Xen. Hell. 4, 8, 21; befreien, τοὺς Ἕλληνας δουλείας Plat. Men. 245 a; sich von etwas befreien, διαβολήν Apol. 37 b, eine Verleumdung widerlegen; ἀπολύεσθαι τὰς διαβολὰς πρός τινα Thuc. 8, 87; vgl. Dem. 18, 50; αἰτίας καὶ ὑπονοίας Plut. Anton. 74. – b) von einander loskommen, Thuc. 1, 49; dah. weggehen, Pol. 2, 34 u. öfter; ähnl. π οίῳ δέ ἀπελύσατ' ἐν φοναῖς τρόπῳ Soph. Ant. 1314, wie kam sie um? vgl. ἔθανες, ἀπελύθης, 1254, u. πνεῦμα ἀπελύσατο Crinag. 31 (IX, 276). – τὸ ἀπολελυμένον, = ἀπόλυτον, der Positiv.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολύω: [ἴδε λύω]: μέλλ. -λύσω, κτλ.: μετ’ ὀλ. μέλλ. ἀπολελύσομαι Ξεν. Κύρ. 6. 2, 37. Λύω ἀπότινος, ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης Ὀδ. Φ. 46· ὄφρ’ ἀπὸ τοίχους λῦσε κλύδων τρόπιος, τὰ πλευρὰ τοῦ πλοίου ἀπὸ τῆς τρόπιδος, Μ. 420.· λύω τι δεδεμένον, ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν Γ. 392. 2) ἀπελευθερῶ τινα ἀπό τινος, ἀνακουφίζω τινὰ ἀπό... ἀπ. τινὰ τῆς φρουρῆς Ἡρόδ. 2. 30· τῆς ἐπιμελείας Ξεν. Κύρ. 8. 3, 47· τῶν ἐκεῖ κακῶν Πλάτ. Πολ. 365Α· τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς τοῦ σώματος κοινωνίας ὁ αὐτ. Φαίδων 64Ε· ἀπ. τῆς μετρήσεως, ἀπαλλάττω τινὰ τοῦ κόπου τῆς..., Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 8: ― Παθ. ἀπελευθεροῦμαι, τῶν δεινῶν, φόβου Θουκ. 1. 70., 7, 56, κτλ. β) συχνάκις ἐπὶ νομικῆς σημασίας, ἀπ. τῆς αἰτίης, ἀθῳώνω ἀπὸ τῆς κατηγορίας, Ἡρόδ. 9. 88. Ξεν. Ἀν. 6. 6, 15· τῆς εὐθύνης Ἀριστοφ. Σφ. 571: ― μετ’ ἀπαρ., ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι, ἀθῳώνω ἀπὸ τῆς κατηγορίας ὅτι εἶναι κλέπτης, Ἡρόδ. 2. 174· οὕτως, ἀπολύεται μὴ ἀδικεῖν Θουκ. 1. 95, 128: - ἀπολ., ἀθῳώνω, Ἀριστοφ. Σφ. 988, 1000, Λυσ. 159, 43, κτλ. πρβλ. καδίσκος καὶ ἴδε κατωτέρ. ΙΙΙ. 5. ΙΙ. ἐν τῆ Ἰλ. ἀείποτε = τῷ ἀπολυτρόω, ἀφίνω τινὰ ἐλεύθερον ἐπὶ τῇ παραλαβῇ τῶν λύτρων, οὐδ’ ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄποινα Λ. 95· Ἕκτορ’ ἔχει..., οὐδ’ ἀπέλυσεν Ω. 115, κ. ἀλλ.: ― Μέσ. ἀπελευθερῶ δι’ ἀποτίσεως τῶν λύτρων, ἀπολυτρῶ, ἐξαγοράζω, χαλκοῦ τε χρυσοῦ τ’ ἀπολυσόμεθ’, ἀντί..., Ἰλ. Χ. 50· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. ἀπολύεσθαι πολλῶν χρημάτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 21. 2) ἀφίνω, ἐγκαταλείπω, ἀπολείπω, ἐπὶ νόσου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 210. ΙΙΙ. διαλύω στρατόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 21, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 67Α: - Ἐν γένει, ἀπολύω τῆς ὑπηρεσίας, ἀποστέλλω, ἐμέ γ΄..., ἀπέλυσ’ ἄδειπνον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1155, πρβλ. Βίωνα 1. 96. 2) ἐπὶ ἀνδρός, ἀποπέμπω τὴν γυναῖκά μου, διαλύω τὸν μετ’ αὐτῆς γάμον, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτὴν Εὐαγγ. κ. Ματθ. α΄, 19, κτλ. ἐπὶ γυναικός, καταλείπω τὸν ἄνδρα, δεύτερος δὲ διωρθώθη νόμος ὁ διδοὺς ἐξουσίαν τῇ γυναικὶ ἀπολύειν τὸν ἄνδρα Διόδ. 12. 18. 3) ἀποπλύνω, ἐξαλείφω, αἰσχύνην Δημ. 471, 10, πρβλ. Ἀντιφῶντα 115. 20. 4) πληρώνω ὀφειλήν, Πλάτ. Κρατ. 417Β. 5) ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, εἰσαγγελία ἀπολελυμένη ὑπὸ τοῦ κατηγόρου Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 47· ἀπολυομένη ὑποψία Ἀντιφῶν 115. 20. ΙV. ἀπ. ἀνδράποδα Θρᾳξίν, πωλεῖν, ὁ αὐτ. 131. 39· ἀπ. οἰκίαν τινί, πωλῶ ἐξ ὁλοκλήρου τὴν οἰκίαν εἴς τινα, ὑποθηκευμένην ἤδη εἰς αὐτόν, Ἰσαῖος 59. 32. Β. Μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἀπελύμην (ἐπὶ παθ. σημασ.) Ὀππ. Κ. 3. 128: ― ἀπολυτρῶ, ἐξαγοράζω, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. ΙΙ. ἀπολύεσθαι διαβολάς, ἀναιρεῖν, ἀνασκευάζειν, ἀποδεικνύειν αὐτὰς ψευδεῖς, Λατ. diluere, Θουκ. 8. 87, Πλάτ. Ἀπολ. 37Β, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 10· οὕτω, τὴν αἰτίαν, τὰς βλασφημίας, τὰ κατηγορημένα Θουκ. 5. 75, Δημ. 191, 11., 226, 26· ἀπολ., ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη, ἀπολογούμενος, Ἡρόδ. 8. 59. ΙΙΙ. ὡς τὸ ἐνεργ., ἀπολύω τινὰ αἰτίας ἢ κατηγορίας, ἀπαλλάσσω αὐτὸν, τινὸς Ἀντιφῶν 119. 12· τοῦ μὴ κακῶς ἔχειν ἢ ὀρθῶς Πλάτ. Νόμ. 637C. 2) ἀπελευθερῶ ἀπό τινος, τοὺς Ἕλληνας ἀπ. δουλείας ὁ αὐτ. Μενέξ. 245Α. IV. ἀπέρχομαι, κἀπελύσατ’, ἀπῆλθε, κατέλιπε τὸν βίον, Σοφ. Ἀντ. 1314. Γ. Παθ., ἀφίεμαι ἐλεύθερος, ἀφίνομαι, ἀπαλλάσσομαι, ἐλπίζων τοὺς υἱέας στρατηΐης ἀπολελύσθαι, ἀπὸ τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Ἡρόδ. 4. 84· τῆς αρχῆς ἀπολυθῆναι βουλόμενοι, νὰ ἐλευθερωθῶσι τῆς ἐξουσίας αὐτῶν, Θουκ. 2. 8· τῶν δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι 1. 70: ― ἀπολ., ἀπαλλάσομαι, ἀθῳώνομαι, 6. 29· καθαιρόμενοι τῶν τε ἀδικημάτων διδόντες δίκας ἀπολύονται Πλάτ. Φαίδων 113D. II. ἐπὶ ἀντιμαχομένων, ἀποχωρίζομαι, ἐπειδὴ γὰρ προσβάλοιεν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως ἀπελύοντο Θουκ. 1. 49: ― καθόλου, ἀποχωρίζομαι, ἀποσπῶμαι, ἀλλήλων ἢ ἀπ’ ἀλλήλων Ἀριστ. Μεταφ. 6. 6, 5, Φυσ. 1. 2, 6· ἀπ. τὰ ᾠὰ τῆς ὑστέρας ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 3, 7, κ. ἀλλ.· ἀπολελυμένος, ἀπολ., ἀποκεχωρισμένος, ἐλεύθερος νὰ κινῆται, οὐχὶ προσκεκολλημένος ὅλος εἰς τὸ σῶμα, αἰδοῖα, γλῶττα, ὄρχεις ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 41., 4. 8, 7., 4. 9, 2· τὴν γλῶτταν ἀπολελυμένος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 300, κ. ἀλλ. 2) ἀπέρχομαι, φεύγω διὰ παντός, ἔθανες, ἀπελύθης Σοφ. Ἀντ. 1268, καὶ συχν. παρὰ Πολυβ. καὶ τοῖς Ἑβδ., πρβλ. Β. ΙV. III. ἐπὶ παιδίου, γεννῶμαι, Ἱππ. 261. 49, κἑξ., πρβλ. 262. 39, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 6, 54: ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μητρός, ἐλευθερώνομαι, τίκτω, Ἱππ. 1013Ε. ΙV. ἐκλείπω, ἀπολυθέντος οὖν δι’ ὃ φίλοι ἦσαν, διαλύεται καὶ ἡ φιλία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 3, 3. V. ἀπολελυμένος, η, ον, ἀπόλυτος, ἐξουσία Εὐσ. Ἱστ. Ἐκκλ. 10. 5. 7· πρβλ. ἀπόλυτος.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπολύσω, ao. ἀπέλυσα, pf. ἀπολέλυκα;
I. délier, détacher : ἱμάντα OD une courroie;
II. fig. 1 libérer un captif moyennant rançon;
2 t. de droit absoudre qqn d’une accusation ; ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα εἶναι HDT acquitter qqn comme n’étant pas un voleur;
3 congédier, renvoyer;
4 affranchir, libérer : τινά τινος qqn d’une charge, d’un souci, etc. ; τὴν ψυχὴν ἀπὸ τοῦ σώματος κοινωνίας PLAT affranchir l’âme de la communauté avec le corps ; Pass. τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι HDT être affranchi du service militaire ; τῆς ἀρχῆς ἀπ. THC être affranchi de l’autorité (de qqn);
Moy. ἀπολύομαι;
1 tr. écarter de soi : διαβολάς, αἰτίαν des attaques, une accusation ; abs. ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη HDT il dit pour sa défense;
2 intr. s’éloigner, quitter la vie, mourir.
Étymologie: ἀπό, λύω.
English (Autenrieth)
aor. ἀπέλῦσας, subj. ἀπολύσομεν, mid. fut. ἀπολῦσόμεθα, aor. part. ἀπολῦσάμενος: I. act., loose from, release for ransom (Il.)<<>*<>> ἵμαντα θοῶς ἀπέλῦσε κορώνης, Od. 21.46; οὐδ' ἀπέλῦσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ ἄποινα, Il. 1.95.—II. mid., loose from oneself, get released for oneself, ransom; ἀπολῦσάμενος (κρἠδεμνον), Od. 5.349; (παῖδας) χαλκοῦ τε χρῦσοῦ τ' ἀπολῦσόμεθα, Il. 22.50.