ἰδιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>A.</b> <i>subst.</i> <b>I.</b> simple particulier :<br /><b>1</b> <i>p. opp. à État</i> συμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις THC choses utiles aux États et aux particuliers;<br /><b>2</b> homme privé <i>p. opp. à roi, homme public, homme d’État, magistrat, etc.</i><br /><b>3</b> tout homme de condition modeste : simple citoyen ; homme du peuple, plébéien ; simple soldat;<br /><b>4</b> homme étranger à tel ou tel métier <i>p. opp. à diverses professions, médecin, orateur, etc.</i> : [[ἰδιώτης]] τινός, [[κατά]] [[τι]], ignorant, novice en qch;<br /><b>5</b> <i>abs.</i> homme sans éducation, ignorant;<br /><b>II.</b> qui réside dans son propre pays, qui est du pays, indigène;<br /><b>B.</b> <i>adj.</i> de simple particulier, d’homme privé ; simple, ignorant, vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>A.</b> <i>subst.</i> <b>I.</b> simple particulier :<br /><b>1</b> <i>p. opp. à État</i> συμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις THC choses utiles aux États et aux particuliers;<br /><b>2</b> homme privé <i>p. opp. à roi, homme public, homme d’État, magistrat, etc.</i><br /><b>3</b> tout homme de condition modeste : simple citoyen ; homme du peuple, plébéien ; simple soldat;<br /><b>4</b> homme étranger à tel ou tel métier <i>p. opp. à diverses professions, médecin, orateur, etc.</i> : [[ἰδιώτης]] τινός, [[κατά]] [[τι]], ignorant, novice en qch;<br /><b>5</b> <i>abs.</i> homme sans éducation, ignorant;<br /><b>II.</b> qui réside dans son propre pays, qui est du pays, indigène;<br /><b>B.</b> <i>adj.</i> de simple particulier, d’homme privé ; simple, ignorant, vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἴδιος]]; a [[private]] [[person]], i.e. (by [[implication]]) an [[ignoramus]] ([[compare]] "[[idiot]]"): [[ignorant]], [[rude]], [[unlearned]].
}}
}}

Revision as of 17:49, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐώτης Medium diacritics: ἰδιώτης Low diacritics: ιδιώτης Capitals: ΙΔΙΩΤΗΣ
Transliteration A: idiṓtēs Transliteration B: idiōtēs Transliteration C: idiotis Beta Code: i)diw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἴδιος)

   A private person, individual, opp. the State, ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Th.1.124, cf. 3.10, SIG37.3 (Teos, v B.C.), Pl.Smp.185b, X.Vect.4.18, etc.; opp. γένος, SIG1013.6 (Chios, iv B.C.); opp. φατρία, ib.987.28 (ibid., iv B.C.).    II one in a private station, opp. to one holding public office, or taking part in public affairs, Hdt.1.59,123, al., cf. Decr. ap.And.1.84, Th.4.2, etc.; opp. βασιλεύς, Hdt.7.3; opp. ἄρχων, Lys.5.3, Pl.Plt.259b, SIG305.71 (iv B.C.); opp. δικαστής, Antipho 6.24; opp. πολιτευόμενος, D.10.70; opp. ῥήτωρ, Hyp.Eux.27; private soldier, opp. στρατηγός, X.An.1.3.11, cf.PHib.1.30.21 (iii B.C.); layman, opp. priest, OGI90.52 (Rosetta, ii B.C.), PGnom.200 (ii A.D.), 1 Ep.Cor.14.16: as Adj., ἰ. ἄνδρες Hdt.1.32,70, Th.1.115; ἰ. θεοί homely (with play on ἴδιος), Ar.Ra.891.    2 common man, plebeian, οἱ ἰ. καὶ πένητες Plu.Thes.24; ἰ. καὶ εὐτελής, opp. βασιλεύς, Hdn.4.10.2.    3 as Adj., ἰ. βίος private station, Pl.R.578c; ἰ. λόγος everyday speech, D.H.Dem.2, cf. Longin.31.2.    III one who has no professional knowledge, layman, καὶ ἰατρὸς καὶ ἰ. Th.2.48, cf. Hp.VM 4, Pl.Tht.178c, Lg.933d; ἰ. ἤ τινα τέχνην ἔχων Id.Sph.221c; of prose-writers, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰ. Id.Phdr.258d, cf. Smp.178b; ἰ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων Id.Prt.327c; opp. to a professed orator, Isoc.4.11; to a trained soldier, X.Eq.Mag.8.1; ἰδιώτας, ὡς εἰπεῖν, χειροτέχναις (-νας codd.) ἀνταγωνισαμένους Th.6.72; opp. ἀσκητής, X.Mem.3.7.7, cf. 12.1; opp. ἀθλητής, Arist.EN 1116b13; opp. a professed philosopher, Id.Pol.1266a31, Phld.Lib. p.5<*> O., D.1.25; in Music, Id.Mus.p.42 K.; opp. δημιουργός, Pl.Prt. 312a, Thg.124c: as Adj., ὁ ἰ. ὄχλος, opp. artificers, Plu.Per.12.    2 c. gen. rei, unpractised, unskilled in a thing, ἰατρικῆς Pl.Prt.345a, cf. Ti.20a; ἔργου X.Oec.3.9; ἰ. κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, Id.Cyr. 1.5.11; ἰ. τὰ ἄλλα Hdn.4.12.1; ἰ. ὡς πρὸς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι X.Cyr. l.c., cf. Luc.Herm.81.    3 generally, raw hand, ignoramus, ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται . . D.4.35; παιδάρια καὶ ἰ., of slaves, S.E. M.1.234 (cf. ἰ. οἰκέται Luc.Alex.30); ἀμαθὴς καὶ ἰ., opp. τεχνίτης, Id.Ind.29; voc. ἰδιῶτα, as a term of abuse, Men.Sam.71.    4 'average man', opp. a person of distinction, Plu.2.1104a.    IV ἰδιῶται, οἱ, one's own countrymen, opp. ξένοι, Ar.Ra.459.

German (Pape)

[Seite 1237] ὁ, der Privatmann im Ggstz zum Staatsmanne, ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ, als er noch nicht König war, Her. 7, 3, der auch ἰδιωτέων ἀνδρῶν vrbdt, 1, 32; ἄνδρες ἰδιῶται νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν Thuc. 1, 115; im Ggstz von ἄρχων Plat. Polit. 259 b; μὴ ὅτι ἰδιώτην τινὰ ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα Apol. 40 d; Gegensatz ὁ πολιτευόμενος Dem. 10, 70; τὸ βουλευτήριον μεστὸν ἦν ἰδιωτῶν, die nicht Senatoren waren, 19, 18; der einzelne Mensch im Ggstz des Staates, καὶ ἐὰν ἰδιώτης καλῇ καὶ ἐὰν πόλις Plat. Crat. 385 a, wie Theaet. 168 bl πολλοῦ ἄξιος καὶ πόλει καὶ ἰδιώταις Conv. 185 b, öfter; vgl. Thuc. 4, 2. 1, 124, ταῦτα ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις εἶναι. – Der gemeine Soldat im Ggstz des Feldherrn, Xen. An. 1, 3, 11. 3, 2, 32; Pol. 3, 60, 3; – der Prosaiker im Ggstz des Dichters, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης Plat. Phaedr. 258 d; Conv. 178 b u. öfter; welches eigentlich unter die allgemeine Bdtg zu ziehen, einer der aus Unkunde eine Kunst nicht ausübt, bes. eine solche, die einen größeren Wirkungskreis hat, der nicht ein δημιουργός ist (s. oben dieses Wort), wie ja auch der Dichter genannt wird; ἐὰν μὲν ἰατρὸς ἃν τυγχάνῃ, ἐὰν δὲ ἰδιώτης Plat. Legg. 933 d; τῶν τε δημιουργῶν καὶ ἰδιωτῶν Theag. 124 c; vgl. Soph. 221 c πότερον ἰδιώτην ἤ τινα τέχνην ἔχοντα θετέον εἶναι τὸν ἀσπαλιευτήν; mit dem gen., οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Prot. 345 a, wie Κριτίαν ἴσμεν οὐδενὸς ἰδιώτην εἶναι, ὧν λέγομεν, unerfahren in keinem Punkte, Tim. 20 a; οἱ ἰδιῶται καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντες Prot. 327 c. So auch Thuc., λεγέτω περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, der Nichtarzt, 2, 49; bei Dem. im Ggstz von δεινός, 4, 35; ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι καὶ λίαν ἀπηκριβωμένοις Isocr. 4, 11, also im Ggstz des kunstverständigen Redners; καὶ ἄγροικος Luc. Hermot. 81. – Bei Xen. Cyr. 1, 5, 11 ἰδιῶται κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, die sich nicht körperlich geübt haben, Anstrengungen u. dgl. auszuhalten, wofür er nachher sagt ἀπαίδευτοι, τῶν μεγίστων παιδευμάτων ἀπείρως ἔχουσι, u. sie den ἀσκηταὶ τῶν καλῶν ἔργων entgegenstzt, wie Mem. 3, 7, 7; Hipparch. 8, 1; πρός τινα, Einem gegenüber, ein Laie, Cyr. 1, 5, 11. Und so stehen Arist. Eth. Nic. 3, 11 ἀθληταί den ἰδιῶται entgegen, u. auch hier fällt wieder ἰδιῶται mit Leuten aus dem gemeinen Volk zusammen, die solche Leibesübungen nicht treiben konnten. – Dah. bei Sp. geradezu ἰδιώτης einer aus dem gemeinen Volke, plebejus, καὶ εὐτελής Hdn. 4, 10, 4. – Bei Ar. Ran. 456, εὐσεβῆ τε διήγομεν τρόπον περί τε ξένους καὶ τοὺς ἰδιώτας, ist es = ἴδιος, die eigenen Bürger, gebraucht, nach dem Schol. für ἰδιωτικός. – Adj. bei Plat. Rep. IX, 578 c, ἰδιώτης βίος, das Leben eines Privatmannes; ὄχλος Plut. Pericl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιώτης: -ου, ὁ, (ἴδιος) πολίτης ὡς ἄτομον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν, ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Θουκ. 1. 124, πρβλ. 3. 10, Πλάτ. Συμ. 185Β, Ξεν. Πόροι 4. 18, κτλ. ΙΙ ὁ ζῶν βὶον ἰδιωτικόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔχοντα θέσιν δημοσίαν ἢ συμμετέχοντα τῶν πραγμάτων τῆς πόλεως, ἀνὴρ ἰδιώτης Ἡρόδ. 1. 32, 59, 70, 123, κ. ἀλλ., πρβλ. Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 31· ἀντίθετον τῷ βασιλεύς, Ἡρόδ. 7. 3· τῷ ἄρχων, Πλάτ. Πολιτικ. 259Β, πρβλ. Θουκ. 1. 115., 4. 2, Λυσ. 103. 1· τῷ δικαστής, Ἀντιφῶν 144. 13· τῷ πολιτευόμενος, Δημ. 150. 8· τῷ «ῥήτωρ, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 37· τῷ στρατηγός, ἁπλοῦς στρατιώτης, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 11· ἰδ. θεοί Ἀριστοφ. Βάτρ. 891. 2) κοινὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ, τοῦ ὄχλου, οἱ ἰδ. καὶ πένητες Πλουτ. Θησ. 24, Ἡρῳδιαν. 4. 10, κτλ. 3) ὡς ἐπίθ., ἰδ. βίος, ἡ ζωὴ τοιούτων ἀνθρώπων, τρόπος ζωῆς οὐχὶ δημόσιος, ἀσχολίαι ἰδιωτικαί, Πλάτ. Πολ. 578C. ΙΙΙ. ὁ μὴ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα ἐπιστήμην τινὰ ἢ τέχνην ἢ τὰ τῆς πόλεως πράγματα, ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης Θουκ. 2. 48, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Θεαίτ. 178C, Νόμ. 933D ἰδιώτης ἤ τινα τέχνην ἔχων ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 221C, πρβλ. Πρωτ. 312Α· οὕτως, ἀντίθετον τῷ ποιητής, πεζογράφος, Πλάτ. Φαῖδρ. 258D, Συμπ. 178Β· ἰδ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327C· ὡσαύτως, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐξ ἐπαγγέλματος ῥήτορα, Ἰσοκρ. 43Α· πρὸς ἠσκημένον στρατιώτην, Θουκ. 6. 72, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 1· πρὸς τακτικὸν ἀθλητήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 7, 7., 12. 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 8· πρὸς ἐπιτήδειον ἐργάτην (δημιουργόν), Πλάτ. Σοφιστ. 221C, Θεάγ. 124C: - ὡς ἐπίθετ., ὁ ἰδ. ὄχλος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς τεχνίτας, Πλουτ. Περικλ. 12. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀγύμναστος, ἄπειρος εἴς τι, Λατ. expers, rudis, ἰατρικῆς Πλάτ. Πρωτ. 345Α, πρβλ. Τίμ. 20Α· ἔργου Ξεν. Οἰκ. 3, 9· ὡσαύτως, ἰδ. κατά τι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 5, 11· ἰδ. τὰ ἄλλα Ἡρωδιαν. 4. 12· ἰδ. ὡς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 11. πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 81. 3) καθόλου, ἄπειρος ἄνθρωπος, ἀδίδακτος, ἀμαθής, ἀντίθετον τῷ πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3.12, 1· ἄν τε δεινοί λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται.. Δημ. 50, 7· ἄνθρωπος ἀγύμναστος, δυσκίνητος, ἀντίθετον τῷ ἀσκητής, ἀθλητής, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἀμαθὴς καὶ ἰδ., ἀντίθετον τῷ τεχνίτης, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πρβλ. ἰδιωτικός ΙΙ. ΙV. ἰδιῶται, οἱ πολῖται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξένοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 459, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολιαστ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
A. subst. I. simple particulier :
1 p. opp. à État συμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις THC choses utiles aux États et aux particuliers;
2 homme privé p. opp. à roi, homme public, homme d’État, magistrat, etc.
3 tout homme de condition modeste : simple citoyen ; homme du peuple, plébéien ; simple soldat;
4 homme étranger à tel ou tel métier p. opp. à diverses professions, médecin, orateur, etc. : ἰδιώτης τινός, κατά τι, ignorant, novice en qch;
5 abs. homme sans éducation, ignorant;
II. qui réside dans son propre pays, qui est du pays, indigène;
B. adj. de simple particulier, d’homme privé ; simple, ignorant, vulgaire.
Étymologie: ἴδιος.

English (Strong)

from ἴδιος; a private person, i.e. (by implication) an ignoramus (compare "idiot"): ignorant, rude, unlearned.