χαλαρός: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> lâche, non serré ; <i>fig.</i> mou, efféminé ; <i>subst.</i> τὸ χαλαρόν, relâchement (de la bride d’un cheval);<br /><b>2</b> souple;<br /><i>Cp.</i> χαλαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]]. | |btext=ά, όν :<br /><b>1</b> lâche, non serré ; <i>fig.</i> mou, efféminé ; <i>subst.</i> τὸ χαλαρόν, relâchement (de la bride d’un cheval);<br /><b>2</b> souple;<br /><i>Cp.</i> χαλαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[χαλαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[τεντωμένος]] ή [[σφιχτός]], αυτός που [[είναι]] [[άτονος]], [[πλαδαρός]] (α. «χαλαρή [[ζώνη]]» β. «χαλαρό [[δέρμα]]» γ. «[[χαλαρά]]... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποτονικός]], [[χωρίς]] [[σθένος]] (α. «χαλαρό κυβερνητικό [[διάβημα]]» β. «χαλαρή εμπορική [[κίνηση]]»)<br /><b>2.</b> (για λόγο, γραπτό ή προφορικό) [[χωρίς]] [[ζωντάνια]], [[χωρίς]] [[πνοή]], [[χωρίς]] [[ενδιαφέρον]], [[φτωχός]] σε [[περιεχόμενο]] (α. «χαλαρή η [[αγόρευση]] της υπεράσπισης» β. «[[χαλαρός]] [[προεκλογικός]] [[λόγος]]»)<br /><b>3.</b> (για θεατρικό ή κινηματογραφικό [[έργο]]) [[χωρίς]] σφιχτοδεμένη [[πλοκή]]<br /><b>4.</b> (για ήθη και αξίες) ο [[χωρίς]] [[συνέπεια]] ή [[αυστηρότητα]], [[ελευθέριος]] («χαλαρή [[ηθική]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαλαρόν</i><br />η [[χαλαρότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χαλαρὰ [[κοτυληδών]]» — χαλαρή [[άρθρωση]], μη σφιχτή [[άρθρωση]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «χαλαροὶ πόροι» — ανοιχτοί πόροι (<b>Αριστοτ.</b>)<br />γ) «χαλαραὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες, μουσικές συνθέσεις [[χωρίς]] ρυθμό και [[αρμονία]] (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαλαρώς]] / <i>χαλαρῶς</i>, ΝΜΑ, και [[χαλαρά]] Ν<br />όχι [[σφιχτά]], [[χωρίς]] στερεή [[σύνδεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χωρίς]] [[ένταση]], άτονα, υποτονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλῶ</i> «[[χαλαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>χαλάσαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[λαγαρός]]: <i>λαγάσαι</i>, [[τάλαρος]]: <i>ταλάσαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A slack, loose, δέρματα Hp.Aph.5.71; ὑποδήματα Ar.Th.263; ἁλύσεις Th.2.76; χαλινός X.Eq.10.3, cf. 7.1; θῶραξ ib. 12.1; χ. κοτυληδών loose, supple joint, Ar.V.1495 (anap.); χ.κνήμη, opp. σκληρά, X.Eq.7.6; χ. ἁρμονίαι loose, languid, effeminate music, Pl.R.398e; χαλαρωτέραν . . ἐποίησε χορδαῖς δώδεκα (sc. τὴν μουσικήν) Pherecr.145.5; χ. πόροι relaxed, open pores, Arist.HA514a32; τὸ χ., = χαλαρότης, Anaximen.1. Adv. -ρῶς Hp.Fract.16; χ. ἐνηρμόσθαι, δεδέσθαι, Plb.34.3.5, Gp.5.8.4.
German (Pape)
[Seite 1326] nachgelassen, schlaff, lose; ὑποδήματα Ar. Th. 263; ἁλύσεις Thuc. 2, 76; χαλινός Xen. equ. 10, 3; ἄρθρα, die durch Verrenkung schlaff oder lahm geworden, MMedle.; vgl. νῦν γὰρ ἐν ἄρθροις τοῖς ἐμοῖς στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών Ar. Vesp. 1494; – übertr., ἁρμονίαι χαλαραί, schlaffe Tonweisen ohne feste harmonische Verbindung der Tonsätze, Plat. Rep. III, 398 e. – Adv., χαλαρῶς ἐνήρμοσται ἡ ἐπιδορατὶς δόρατι Pol. 34, 3,5.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλᾰρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, χαλαρός, δέρμα Ἱππ. Ἀφορ. 1256· ὑποδήματα Ἀριστοφ. Θεσμ. 263· ἁλύσεις Θουκ. 2. 76. χαλινὸς Ξεν. Ἱππ. 10. 3, πρβλ. 7, 1· θώραξ αὐτόθι 12, 1· χ. κοτυληδών, ἄρθρωσις χαλαρὰ οὐχὶ συνεσφιγμένη, χαύνη, Ἀριστοφ. Σφ. 1495· οὕτω, χ. κνήμη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρὰ, Ξεν. Ἱππ. 7, 6· χ. ἁρμονίαι, ἐκτεθηλυμμέναι, ἄτονοι μουσικαὶ ἁρμονίαι, Πλάτ. Πολ. 398Ε· χαλαρωτέραν... ἐποίησε χορδαῖς δώδεκα (ἐξυπακ. τὴν μουσικὴν) Φερεκράτης ἐν «Χείρωνι» 1. 5· χ. πόροι, ἀνειμένοι, ἀνοικτοὶ πόροι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 2· ― τὸ χαλαρόν, = χαλαρότης, Ἀναξίμ. παρὰ Πλουτ. 2. 947F. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 763.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 lâche, non serré ; fig. mou, efféminé ; subst. τὸ χαλαρόν, relâchement (de la bride d’un cheval);
2 souple;
Cp. χαλαρώτερος.
Étymologie: χαλάω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χαλαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ.
δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ.)
νεοελλ.
1. υποτονικός, χωρίς σθένος (α. «χαλαρό κυβερνητικό διάβημα» β. «χαλαρή εμπορική κίνηση»)
2. (για λόγο, γραπτό ή προφορικό) χωρίς ζωντάνια, χωρίς πνοή, χωρίς ενδιαφέρον, φτωχός σε περιεχόμενο (α. «χαλαρή η αγόρευση της υπεράσπισης» β. «χαλαρός προεκλογικός λόγος»)
3. (για θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο) χωρίς σφιχτοδεμένη πλοκή
4. (για ήθη και αξίες) ο χωρίς συνέπεια ή αυστηρότητα, ελευθέριος («χαλαρή ηθική»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλαρόν
η χαλαρότητα
2. φρ. α) «χαλαρὰ κοτυληδών» — χαλαρή άρθρωση, μη σφιχτή άρθρωση (Αριστοφ.)
β) «χαλαροὶ πόροι» — ανοιχτοί πόροι (Αριστοτ.)
γ) «χαλαραὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες, μουσικές συνθέσεις χωρίς ρυθμό και αρμονία (Πλάτ.).
επίρρ...
χαλαρώς / χαλαρῶς, ΝΜΑ, και χαλαρά Ν
όχι σφιχτά, χωρίς στερεή σύνδεση
νεοελλ.
μτφ. χωρίς ένταση, άτονα, υποτονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλῶ «χαλαρώνω» (πρβλ. απρμφ. αορ. χαλάσαι) + επίθημα -ρός (πρβλ. λαγαρός: λαγάσαι, τάλαρος: ταλάσαι].