ῥυθμός: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> mouvement réglé et mesuré, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mesure, cadence, rythme : [[ἐν]] ῥυθμῷ XÉN, μετὰ ῥυθμοῦ THC en mesure, en cadence ; <i>particul.</i> harmonie d’une période, nombre oratoire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> proportions régulières, ordonnance symétrique, juste mesure;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> manière d’être, <i>d’où</i><br /><b>1</b> forme d’une chose (d’un caractère d’écriture, d’un plat, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> caractère, nature.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> mouvement réglé et mesuré, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mesure, cadence, rythme : [[ἐν]] ῥυθμῷ XÉN, μετὰ ῥυθμοῦ THC en mesure, en cadence ; <i>particul.</i> harmonie d’une période, nombre oratoire;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> proportions régulières, ordonnance symétrique, juste mesure;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> manière d’être, <i>d’où</i><br /><b>1</b> forme d’une chose (d’un caractère d’écriture, d’un plat, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> caractère, nature.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ῥυθμός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[symmetry]] [[τοῦ]] δὲ (sc. ναοῦ) παντέχν [οις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά [νας] [[τίς]] ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; (Pae. 8.67)
}}
{{Slater
|sltr=[[ῥυθμός]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[symmetry]] [[τοῦ]] δὲ (sc. ναοῦ) παντέχν [οις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά [νας] [[τίς]] ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; (Pae. 8.67)
}}
}}

Revision as of 13:07, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυθμός Medium diacritics: ῥυθμός Low diacritics: ρυθμός Capitals: ΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: rhythmós Transliteration B: rhythmos Transliteration C: rythmos Beta Code: r(uqmo/s

English (LSJ)

Ion. ῥυσμός (v. infr. 111, IV), ὁ: (ῥέω):—

   A any regular recurring motion (πᾶς ῥ. ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει Arist.Pr.882b2):    I measured motion, time, whether in sound or motion, Democr.15c; = ἡ τῆς κινήσεως τάξις, Pl.Lg.665a, cf. 672e; ὁ ῥ. ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος, ἐκ διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε Id.Smp.187b, cf. Suid. s.v.; rhythm, opp. μέτρον and ἁρμονία, Ar. Nu.638 sq., Pl.R.397b, 398d, 601a, Arist.Rh.1403b31; λόγοι μετὰ μουσικῆς καὶ ῥυθμῶν πεποιημένοι Isoc.15.46; of Prose rhythm, Arist.Rh.1408b29, D.H.Comp.17: defined by Aristox.Rhyth.1, Aristid.Quint.1.13.    2 special phrases: ἐν ῥυθμῷ in time, of dancing, marching, etc., βαίνειν ἐν ῥ. Pl.Lg.670b, cf. X.An.5.4.14; ὀρχεῖσθαι Id.Cyr.1.3.10; ἐν τῷ ῥ. ἀναπνεῖν respire regularly, Arist.Pr.882b1; so σωζόμενος ῥ. A.Ch.797 (lyr.); μετὰ ῥυθμοῦ βαίνοντες Th.5.70; ῥυθμὸν χορείας ὑπάγειν keep time, Ar.Th.956 (lyr.); θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν play in quicker time, X.Smp.2.22; πυρριχίῳ δρόμῳ καὶ ῥυθμῷ Hdn.4.2.9, cf. Plb.4.20.6: pl., paces, Alcid.Soph. 17.    II measure, proportion or symmetry of parts, at rest as well as in motion, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥ. Pl.Lg.728e.    III generally, proportion, arrangement, order, ῥυθμῷ τινι E.Cyc.398 (codd., but θ' ἑνὶ is prob.); οὐκ ἀπὸ ῥυσμοῦ εἰκάζω not without reason, Call. Epigr.44.5.    IV state or condition of anything, temper, disposition, Thgn.964 (coupled with ὀργή and τρόπος) ; οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει Archil.66.7; ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεπούς Anacr. 74; μένει . . χρῆμ' οὐδὲν ἐν ταὐτῷ ῥ. Eup.356.    V form, shape of a thing, Democr.5i; identified by Arist. with σχῆμα, Metaph.985b16, 1042b14; μετέβαλον τὸν ῥ. τῶν γραμμάτων changed the form or shape of the letters, Hdt.5.58; of Chian boots, Hp.Art.62; of the shape of a cup, Alex.59; of a breastplate, X.Mem.3.10.10; [τοῦ θυσιαστηρίου] LXX 4 Ki.16.10; Αὐτονόας ῥ. ωὑτός Theoc.26.23; so of the natural features of a country, D.P.271,620; structure of a substance, κεγχροειδὲς τῷ ῥ., τῷ ῥ. σπογγῶδες, Dsc.5.77,118.    VI manner, fashion of a thing, Ἕλλην ῥ. πέπλων E.Heracl.130; τίνι ῥ. φόνου; by what kind of slaughter? Id.El.772, cf. Supp.94; ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς triangular-wise, A.Fr.78. [ῠ by nature, A.Ch.797 (lyr.), E.Supp.94, etc.; ῡ by position in Thgn.964, etc.]

German (Pape)

[Seite 850] ὁ, ion. ῥυσμός, jede Bewegung, bes. wobei ein gewisses Maaß stattfindet. Dah. – 1) eigtl. das Zeitmaaß, der Takt, bei dem Tanz, der Musik, dem Versmaaß od. in sonst einer abgemessenen, taktmäßigen Bewegung, wofür auch wir das Wort Rhythmus brauchen; χορείας, Ar. Th. 955; πότερα περὶ μέτρων ἢ περὶ ἐπῶν ἢ ῥυθμῶν, Nubb. 628, vgl. 637. 638; Plat. Conv. 187 b sagt ὥςπερ γε καὶ ὁ ῥυθμὸς ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε; τῇ τῆς κινήσεως τάξει ῥυθμὸς ὄνομα εἴη, Legg. II, 655 a; βαίνειν ἐν ῥυθμῷ, ib. 170 b; oft mit ἁρμονία verbunden, wie Conv. 187 c; ἐν ῥ υθμῷ ὀρχεῖσθαι, Xen. Cyr. 1, 3, 10 An. 5, 4, 14, der auch ῥυθμοὺς σαλπίζειν vrbdt, 7, 3, 32, nach dem Takte blasen od. mit der Trompete den Takt angeben, womit Pol. 4. 20, 6 zu vergleichen: αὐλὸν καὶ ῥυθμὸν εἰς τὸν πόλεμον ἀντὶ σάλπιγγος εἰσήγαγον οἱ Λακεδαιμόνιοι, Luc. ἐν ῥυθμῷ ἔβαινε πρὸς αὐλόν, Prom. 6; auch οὐκ οἶδ' ὅπως ἐπλήγην ὑπὸ τοῦ ῥυθμοῦ τῶν ὀνομάτων, vit. auct. 21, u. sonst; Plut. u. A. – Bes. bei sp. Rhett. u. Gramm. der Wohlklang der Rede, der Tonfall, der aus schönem Ebenmaaße der Sylben, Wörter u. Sätze entspringt. – 2) Gleichmaaß, Ebenmaaß des Raumes, richtiges, schönes Verhältniß der Theile, vgl. Xen. Mem. 3, 10, 10, wo vom ῥυθμός der Harnische gesprochen wird, und es dem ἁρμόττοντας ποιεῖν entspricht; die nach einem bestimmten Ebenmaaße bestimmte Form oder Gestalt, γραμμάτων ῥυσμός, die Gestalt der Buchstaben, Her. 5, 38, wie von der Gestalt eines Trinkgefäßes Alexis bei Ath. III, 125 f; vgl. auch Theocr. 26, 23. – 3) überhaupt das rechte Maaß, σωζόμενον ῥυθμόν, Aesch. Ch. 786. – Auch die Art u. Weise, die Gemüthsart, Theogn. 958, wo es mit ὀργή u. τρόπος verbunden ist; der Zustand des Menschen überhaupt, οἷος ῥυθμὸς ἀνθρώπους ἔχει, Archil. frg. 31, 7. – Proportion, Verhältniß, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ἔχει, Plat. Legg. V, 728 f. – Es ist wohl von ῥέω abzuleiten oder mit ῥέπω, ῥομβέω verwandt. – [Die Attiker und die spätern Dichter brauchen die erste Sylbe nicht selten kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥυθμός: Ἰων. ῥυσμὸς (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ, IV), ὁ· (ἴδε ἐν λέξ. ῥέω)· - πᾶσα ὁμαλῶς ἐπαναλαμβανομένη κίνησις (πᾶς ῥ. ὡρισμένῃ μετρεῖται κινήσει Ἀριστ. Προβλ. 5. 16): Ι. κίνησις ἔμμετρος, χρόνος, Λατ. numerus, εἴτε ἐπὶ ἤχου εἴτε καθόλου ἐπὶ χρόνου, ἡ τῆς κινήσεως τάξις Πλάτ. Νόμ. 665Α, πρβλ. 654Α, 672Ε· ὁ ῥ. ἐκ τοῦ ταχέος καὶ βραδέος διενηνεγμένων πρότερον, ὕστερον δὲ ὁμολογησάντων γέγονε ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 187Β, πρβλ. Κικ. Orator 20 καὶ 51, Σουΐδ. ἐν λέξ.· ὅθεν ἀντίκειται πρὸς τὰς λέξεις μέτρον καὶ ἁρμονία, διότι ὑπάρχει ῥυθμὸς καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ὡς ὑπάρχει ἐν τῇ ποιήσει, Ἀριστοφ. Νεφ. 638 κἑξ., Πλάτ. Πολ. 397Β, 398D, 601A, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 4· λόγοι μετὰ μουσικῆς καὶ ῥυθμῶν πεποιημένοι Ἰσοκρ. 319C· ἐπὶ τῶν εἰδῶν τοῦ ῥυθμοῦ ὅσα οἱ παλαιοὶ διακρίνουσιν, ἴδε Böckh. εἰς Πινδ. 2) ἰδιαίτεραι φράσεις: ἐν ῥυθμῷ, μετὰ ῥυθμοῦ, ἐπὶ ὀρχήσεως, βαδίσματος, κτλ., τὸ τοῦ Οὐεργιλίου in numerum, ἐν ῥ. βαίνειν Πλάτ. Νόμ. 670Β, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 4, 14, πρβλ. Πολύβ. 4. 20, 6· ὀρχεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10· ἐν τῷ ῥ. ἀναπνεῖν, ἀναπνεῖν ὁμαλῶς, Ἀριστ. Προβλ. 5. 16, 1· οὕτω, σώζεσθαι ῥ. Αἰσχύλ. Χο. 797· μετὰ ῥυθμοῦ Θουκ. 5. 70· ῥυθμὸν χορείας ὑπάγω, τηρῶ ῥυθμόν, «κτυπῶ τὸν χρόνον», Ἀριστοφ. Θεσμ. 956· θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγω, παίζω μὲ ταχύτερον «χρόνον», Ξεν. Συμπ. 2. 22· πυρριχίῳ δρόμῳ καὶ ῥυθμῷ Ἡρῳδιαν. 4. 22. ΙΙ. μέτρον, συμμετρία, ἀναλογία μερῶν ἐν στάσει ὡς καὶ ἐν κινήσει, κατὰ τὸν αὐτὸν ῥ. Πλάτ. 738Ε. ΙΙΙ. καθόλου, ἀναλογία, διευθέτησις, τάξις, ῥυθμῷ τινι Εὐρ. Κύκλ. 398· οὐκ ἀπὸ ῥυσμοῦ, οὐχὶ ἄνευ λόγου, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 44. 5. IV. ἡ κατάστασις παντὸς πράγματος, οἷονκατάστασις τῆς ψυχῆς, διάθεσις, Θέογν. 958 (ἔνθα συνδυάζεται μετὰ τοῦ ὀργὴ καὶ τρόπος)· οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει Ἀρχίλ. 60· ὅσοι χθονίους ἔχουσι ῥυσμοὺς καὶ χαλεποὺς Ἀνακρ. 78· μένει… χρῆμ’ οὐδὲν ἐν ταὐτῷ ῥ. Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 4. V. τὸ σχῆμα ἢ ἡ μορφὴ πράγματός τινος, Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 47· ὅτε ὁ Ἀριστ. ταυτίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ σχῆμα, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 11., 7. 2.2, πρβλ Trendelenb. εἰς τὸ περὶ Ψυχῆς σ. 214· μετέβαλον τὸν ῥ. τῶν γραμμάτων, τὴν μορφήν, τὸ σχῆμα αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 58· οἷον αἱ Χῖαι κρηπῖδες ῥυθμὸν εἶχον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ἐπὶ τοῦ σχήματος ποτηρίου, «οὔτε τρυβλίῳ οὔτε φιάλη, μετεῖχε δ’ ἀμφοῖν τοῖν ῥυθμοῖν» Ἄλεξις ἐν «Δροπίδῃ» 1. 4· ἐπὶ θώρακος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 10· οὕτως ἐπὶ τῆς γεωγραφίας χώρας τινός, Λιβύης ῥυσμὸς πέλει Διον. Π. 271, σχῆμα δὲ τοι Ἀσίης ῥυσμὸς πέλει ἀμφοτέρων 620, κτλ. VI. ὁ τρόπος τοῦ σχηματισμοῦ πράγματός τινος, Ἕλλην ῥ. πέπλων Εὐρ. Ἡρακλ. 130 τίς ῥ. φόνου; ποίου εἴδους φόνος; ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 772, πρβλ. Ἱκέτ. 94· ἐν τριγώνοις ῥυθμοῖς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72. [Παρὰ τοῖς Ἀττικ. καὶ μάλιστα τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς ῠ εἶναι οὐχὶ σπάνιον].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. mouvement réglé et mesuré, d’où
1 mesure, cadence, rythme : ἐν ῥυθμῷ XÉN, μετὰ ῥυθμοῦ THC en mesure, en cadence ; particul. harmonie d’une période, nombre oratoire;
2 p. anal. proportions régulières, ordonnance symétrique, juste mesure;
II. p. ext. manière d’être, d’où
1 forme d’une chose (d’un caractère d’écriture, d’un plat, etc.);
2 caractère, nature.
Étymologie: ῥέω.