καταράομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(T21)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=καταρωμαι; (deponent [[middle]] from [[κατάρα]]); 1st aorist 2pers [[singular]] κατηράσω; ([[perfect]] [[passive]] participle κατηραμένος ([[see]] [[below]])); from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[mostly]] for קִלֵּל and אָרַר; to [[curse]], [[doom]], [[imprecate]] [[evil]] on: (opposed to εὐλογεῖν) [[absolutely]], (Baruch 6 (Epistle Jer. Epistle of Josephus, contra Apion 1,22, 16)); [[with]] the accusative of the [[object]] (as [[often]] in the [[later]] Greek writings, as [[Plutarch]], Cat. min. 32,1variant (Buttmann, § 133,9; Winer's Grammar, 222 (208))), G L [[text]] T Tr WH; a [[tree]], i. e. to [[wither]] it by cursing, [[κατάρα]]). [[perfect]] [[passive]] participle κατηραμένος in a [[passive]] [[sense]], [[accursed]] ([[Plutarch]], Luc. 18; and κεκατηραμ. κεκαταρανται, Tdf. etc. κεκατήρανται; [[see]] Veitch, [[under]] the [[word]].
|txtha=καταρωμαι; (deponent [[middle]] from [[κατάρα]]); 1st aorist 2pers [[singular]] κατηράσω; ([[perfect]] [[passive]] participle κατηραμένος ([[see]] [[below]])); from [[Homer]] [[down]]; the Sept. [[mostly]] for קִלֵּל and אָרַר; to [[curse]], [[doom]], [[imprecate]] [[evil]] on: (opposed to εὐλογεῖν) [[absolutely]], (Baruch 6 (Epistle Jer. Epistle of Josephus, contra Apion 1,22, 16)); [[with]] the accusative of the [[object]] (as [[often]] in the [[later]] Greek writings, as [[Plutarch]], Cat. min. 32,1variant (Buttmann, § 133,9; Winer's Grammar, 222 (208))), G L [[text]] T Tr WH; a [[tree]], i. e. to [[wither]] it by cursing, [[κατάρα]]). [[perfect]] [[passive]] participle κατηραμένος in a [[passive]] [[sense]], [[accursed]] ([[Plutarch]], Luc. 18; and κεκατηραμ. κεκαταρανται, Tdf. etc. κεκατήρανται; [[see]] Veitch, [[under]] the [[word]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταράομαι:''' (<i>ᾱρ</i>, Ομηρ., <i>ᾰρ</i>, Αττ.), Ιων. -[[αρέομαι]]· μέλ. <i>-άσομαι</i>, Ιων. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">1.</b> επικαλούμαι κατάρες [[εναντίον]] κάποιου, [[αναθεματίζω]], <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με απαρ., καταρῶνται [[ἀπολέσθαι]], προσεύχονται να πεθάνει, σε Θέογν.· με δοτ. προσ. μόνο, [[καταριέμαι]], [[αναθεματίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[έπειτα]], με αιτ. προσ., σε Πλούτ., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκφέρω]] κατάρες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> μτχ. Παθ. παρακ., <i>κατ-ηρᾱμένος</i>, με Παθ. [[σημασία]], [[καταραμένος]], [[αναθεματισμένος]], [[επικατάρατος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταράομαι Medium diacritics: καταράομαι Low diacritics: καταράομαι Capitals: ΚΑΤΑΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kataráomai Transliteration B: kataraomai Transliteration C: kataraomai Beta Code: katara/omai

English (LSJ)

[ᾱρ Ep., ᾰρ Att.],

   A call down curses upon, τῷ δὲ κατᾱρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω Od.19.330; πολλὰ κατηρᾶτο he called down many curses, Il.9.454; κεφαλῇ πολλὰ κ. Hdt.2.39; κ. ὁ κῆρυξ εἴ τις ἐξαπατᾷ λέγων D.23.97; κ. τὴν Ἶσίν τινι AP11.115 (Nicarch.): c. inf., καταρῶνται δ' ἀπολέσθαι they pray that he may perish, Thgn.277; κ. μήτε πλοῖα στεγανὰ γενέσθαι Arist.Fr.554, cf. 148: c. dat., curse, execrate, τῷ ἡλίῳ Hdt.4.184, cf. Ar.Nu.871, Ra.746, D.19.292 codd., etc.: c. acc., LXX Ge.12.3, al., Ev.Marc.11.21, Plu.Cat.Mi.32 codd., Luc. Asin.27: abs., Ar.V.614, D.18.283:—Pass., aor. κατηράθην [ᾱ] LXX Jb.3.5: pf. part. κατηραμένος accursed, ib.4 Ki.9.34, Ev.Matt.25.41, Plu.Luc.18: also pf. κεκατήραμαι with double redupl., LXXNu.22.6; part. κεκατηραμένος ib.Si.3.18, al.

German (Pape)

[Seite 1373] Einem Etwas anwünschen, bes. Böses, ἄλγεά τινι, Od. 19, 330; vgl. Her. 2, 39 u. Lucill. 39 (XI, 115); ohne den dat., πολλὰ κατηρᾶτο, wünschte viel Böses an, fluchte viel, Il. 9, 454; Dem. καταρᾶται καθ' ἑκάστην ἐκκλησίαν ὁ κήρυξ, εἴ τις ἐξαπατᾷ, 23, 27; vgl. Pol. 15, 29, 14; c. inf., καταρῶνται δ' ἀπολέσθαι, sie wünschten ihm, daß er umkomme, Theogn. 277; τινί, Einen verfluchen, verwünschen, Ar. Ran. 746, wie τῷ ἡλίῳ καταρέωνται Her. 4, 184; ἐν τῷ δήμῳ κατηρῶ τῷ Φιλίππῳ Dem. 19, 292; Ant. Lib. 2; auch τινά, N. T., Plut. Cat. min. 32 Luc. Asin. 27.

Greek (Liddell-Scott)

καταράομαι: ᾱρ Ὅμ., ᾰρ Ἀττ., Ἰων. -αρέομαι, μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι· ἀποθ., ἐκφέρω κατάρας ἐναντίον τινός, εὔχομαι τὸ κακόν, τινί τι, τῷ δὲ κατᾱρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε’ ὀπίσσω Ὀδ. Τ. 330· (ἄνευ τῆς δοτ.) πολλὰ κατηρᾶτο, ἐξέφερε πολλὰς κατάρας, Ἰλ. Ι. 454· κεφαλῇ πολλὰ κ. Ἡρόδ. 2. 39, πρβλ. Δημ. 653. 5· κ. τὴν Ἶσίν τινι Ἀνθ. Π. 11. 115·- μετ’ ἀπαρ., καταρῶνται δ’ ἀπολέσθαι, εὔχονται νὰ ἀπολεσθῇ, Θέογν. 277. κ. μὴ τὰ πλοῖα στεγανὰ γενέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 513, πρβλ. 143, Πολύβ, 15. 29, 14·- συχν. μετὰ δοτ. προσ. μόνον, κατηράσατο τῷ αἰτίῳ Ξεν. Ἀν. 7. 7, 48, Ἡρόδ. 4. 184· καταρᾷ σὺ τῷ διδασκάλῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 871, Βάτρ. 746· ἐν τῷ δήμῳ κατηρῶ Φιλίππῳ Δημ. 435. 2, κτλ.· παρὰ μεταγ., μετ’ αἰτ. προσ., καταρώμενος τοὺς πολίτας Πλουτ. Κάτων. Νεώτ. 32, Λουκ. Ὄν. 27, Εὐγγ. κ. Μάρκ. ια΄, 21·- ἀντίθ. τῷ ἐπαινεῖν, ἂν μὲν εὖ συμβουλεύσας φανῶ, πολλοὶ ἔσεσθε οἱ ἐπαινοῦντες, ἂν δὲ κακῶς, πολλοὶ οἱ καταρώμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 4· εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς Εὐγγ. κ. Ματθ. ε΄, 44· ἀπολ., ἐκφέρω κατάρας, Ἀριστοφ. Σφ. 614, Δημ. 320. 7· καταρᾶται ὁ κῆρυξ καθ’ ἑκάστην ἐκκλησίαν 653. 5·- Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν παθ. ἀόρ. κατηράθην ᾱ, ἐπὶ παθ. σημ.· οὕτω καὶ μτοχ. παθ. πρκμ. κατηραμένος, καθ’ οὗ κατάρα γεγένηται, κατάρατος, Πλουτ. Λούκουλ. 18· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι Ματθ.· καταραθείη ἡ ἡμέρα ἐκείνη Ἑβδ.- Περὶ τῆς χρήσεως νῦν τῶν μέσ, καὶ παθητ. ἀορίστων σοφώτατα διδάσκει ὁ Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471…

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
faire des imprécations contre, souhaiter du mal à : τί τινι ; postér. τινα : maudire qqn.
Étymologie: κατάρα.

English (Strong)

middle voice from κατάρα; to execrate; by analogy, to doom: curse.

English (Thayer)

καταρωμαι; (deponent middle from κατάρα); 1st aorist 2pers singular κατηράσω; (perfect passive participle κατηραμένος (see below)); from Homer down; the Sept. mostly for קִלֵּל and אָרַר; to curse, doom, imprecate evil on: (opposed to εὐλογεῖν) absolutely, (Baruch 6 (Epistle Jer. Epistle of Josephus, contra Apion 1,22, 16)); with the accusative of the object (as often in the later Greek writings, as Plutarch, Cat. min. 32,1variant (Buttmann, § 133,9; Winer's Grammar, 222 (208))), G L text T Tr WH; a tree, i. e. to wither it by cursing, κατάρα). perfect passive participle κατηραμένος in a passive sense, accursed (Plutarch, Luc. 18; and κεκατηραμ. κεκαταρανται, Tdf. etc. κεκατήρανται; see Veitch, under the word.

Greek Monotonic

καταράομαι: (ᾱρ, Ομηρ., ᾰρ, Αττ.), Ιων. -αρέομαι· μέλ. -άσομαι, Ιων. -ήσομαι, αποθ.·
1. επικαλούμαι κατάρες εναντίον κάποιου, αναθεματίζω, τί τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με απαρ., καταρῶνται ἀπολέσθαι, προσεύχονται να πεθάνει, σε Θέογν.· με δοτ. προσ. μόνο, καταριέμαι, αναθεματίζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· έπειτα, με αιτ. προσ., σε Πλούτ., Κ.Δ.
2. απόλ., εκφέρω κατάρες, σε Αριστοφ.
3. μτχ. Παθ. παρακ., κατ-ηρᾱμένος, με Παθ. σημασία, καταραμένος, αναθεματισμένος, επικατάρατος, στον ίδ.