Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαλκίον: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(T22)
(46)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=χαλκιου, τό ([[χαλκός]]), a ([[copper]] or) [[brazen]] [[vessel]]: [[Aristophanes]]), [[Xenophon]], oec. 8,19; (others).)  
|txtha=χαλκιου, τό ([[χαλκός]]), a ([[copper]] or) [[brazen]] [[vessel]]: [[Aristophanes]]), [[Xenophon]], oec. 8,19; (others).)  
}}
{{grml
|mltxt=και χαλκεῑον, τὸ, Α [[χαλκός]]<br /><b>1.</b> [[σκεύος]] κατασκευασμένο από χαλκό<br /><b>2.</b> [[κύμβαλο]]<br /><b>3.</b> [[κοίλο]] χάλκινο ηλιακό [[ρολόι]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῑς πονηροῑς χαλκίοις, [[χθές]] τε καὶ [[πρώην]] κοπεῑσι τῷ κακίστῳ κόμματι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> χάλκινο [[εισιτήριο]] που δινόταν στους κληρωθέντες δικαστές και στο οποίο αναγραφόταν η [[ονομασία]] του δικαστηρίου όπου έπρεπε να συνέλθουν<br /><b>6.</b> <b>πιθ.</b> υποκορ. τ. του [[χάλκη]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «Δωδωναῑον [[χαλκίον]]» — περίτεχνο [[κατασκεύασμα]], [[πιθανώς]] [[ομοίωμα]] δένδρου, το οποίο είχαν δωρήσει οι Κερκυραίοι στο [[μαντείο]] της Δωδώνης <b>(Μέν.)</b>.
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκίον Medium diacritics: χαλκίον Low diacritics: χαλκίον Capitals: ΧΑΛΚΙΟΝ
Transliteration A: chalkíon Transliteration B: chalkion Transliteration C: chalkion Beta Code: xalki/on

English (LSJ)

τό,

   A copper vessel, cauldron, kettle, IG12.393, Ar.Ach.1128, Fr.107,330, Eup.108,256, X.Oec.8.19; χ. θερμαντήριον, = θερμαντήρ, IG22.1416, 4.39 (Aegina), Gal.13.663.    2 cymbal, τὸ Δωδωναῖον χ., prov. of a chatterbox, Men.66, cf. Zen.6.5.    3 bowl of the κότταβος, Poll.6.110.    4 copper ticket given to the dicasts, bearing the name of the court in which they were to serve, D.39.10.    5 piece of copper money, πονηρὰ χαλκία Ar.Ra.724 (troch.); παραλαβὼν τὼ χαλκίω Eub.83; cf. Poll.9.90.—Freq. written χαλκεῖον in codd., but χαλκίον is required by the metre in Com., and corroborated by Inscrr. (v. supr.), and Pap., PCair.Zen.630.4 (iii B. C.), PMich.Zen.65.2 (iii B. C.), PSI6.625.12 (iii B. C.), etc.    II prob. Dim. of χάλκη, = κάλχη 11, IG42(1).102.242 (Epid., iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 1330] τό (der Form nach dim. von χαλκός), alles verarbeitete Erz od. Kupfer, kupfernes Geschirr; Ar. Ach. 1100; Xen. Oec. 8, 18. – Bes. Kupfergeld, Kupfermünze, πονηρὰ χαλκία Ar. Ran. 724.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκίον: τό, ὡς τὸ χαλκεῖον ΙΙ, ἀγγεῖον, σκεῦος ἐκ χαλκοῦ, λέβης, χύτρα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1128, Ἀποσπ. 169, 316, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22, ἐν «Ταξιάρχοις» 8, Ξεν. Οἰκ. 8, 19. 2) κύμβαλον, Θεόκρ. 2. 36· τὸ Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον, ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριὼν παροιμ. παρὰ Μενάνδρῳ ἐν Ἀρρηφόρῳ» 3, ἑρμηνευομένη παρὰ Ζηνοβ. Παροιμ. 6. 5, «ἐπὶ τῶν πολλὰ λαλούντων καὶ μὴ διαλειπόντων»· ― κοῖλον ἐκ χαλκοῦ ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Πολυδ. Ϛ΄, 110. 3) εἰσιτήριον ἐκ χαλκοῦ διδόμενον εἰς τοὺς κληρωθέντας δικαστὰς καὶ φέρον τὸ ὄνομα τοῦ δικαστηρίου εἰς ὃ ἔπρεπε νὰ συνέλθωσι, Δημ. 997, 18. 4) νόμισμα ἐκ χαλκοῦ «πεντάρα», πονηρὰ χαλκία Ἀριστοφ. Βάτρ. 724· παραλαβὼν τὼ χαλκὶω Εὔβουλος ἐν «Παμφίλῳ» 4· πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 91. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν πεζογράφων συχνάκις φέρεται χαλκεῖον (ἴδε χαλκεῖον ΙΙ)· ἀλλ’ ἡ χρῆσις τῶν κωμ. ποιητῶν, ὡς ἐκ τοῦ μέτρου φαίνεται, εἶναι ὑπὲρ τῆς γραφῆς χαλκίον, καὶ ὁ Δινδ. ἀποκαθιστᾷ ταύτην τὴν γραφὴν ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ἔτι δὲ καὶ παρ’ Ἡροδ., ἔνθα σημαίνει σκεῦος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 vase d’airain ou de cuivre;
2 bouclier d’airain;
3 monnaie de cuivre.
Étymologie: χαλκός.

English (Strong)

diminutive from χαλκός; a copper dish: brazen vessel.

English (Thayer)

χαλκιου, τό (χαλκός), a (copper or) brazen vessel: Aristophanes), Xenophon, oec. 8,19; (others).)

Greek Monolingual

και χαλκεῑον, τὸ, Α χαλκός
1. σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό
2. κύμβαλο
3. κοίλο χάλκινο ηλιακό ρολόι
4. είδος χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῑς πονηροῑς χαλκίοις, χθές τε καὶ πρώην κοπεῑσι τῷ κακίστῳ κόμματι», Αριστοφ.)
5. χάλκινο εισιτήριο που δινόταν στους κληρωθέντες δικαστές και στο οποίο αναγραφόταν η ονομασία του δικαστηρίου όπου έπρεπε να συνέλθουν
6. πιθ. υποκορ. τ. του χάλκη
7. φρ. «Δωδωναῑον χαλκίον» — περίτεχνο κατασκεύασμα, πιθανώς ομοίωμα δένδρου, το οποίο είχαν δωρήσει οι Κερκυραίοι στο μαντείο της Δωδώνης (Μέν.).