τρυφή: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(T22)
(42)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τρυφῆς, ἡ (from φρύπτω to [[break]] [[down]], [[enervate]]; [[passive]] and [[middle]] to [[live]] [[softly]] and [[delicately]]), [[softness]], [[effeminacy]], [[luxurious]] [[living]]: [[Euripides]], [[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Plato]], and [[following]]; the Sept..)  
|txtha=τρυφῆς, ἡ (from φρύπτω to [[break]] [[down]], [[enervate]]; [[passive]] and [[middle]] to [[live]] [[softly]] and [[delicately]]), [[softness]], [[effeminacy]], [[luxurious]] [[living]]: [[Euripides]], [[Aristophanes]], [[Xenophon]], [[Plato]], and [[following]]; the Sept..)  
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, [[καλοπέραση]] (α. «ζει [[μέσα]] στην [[τρυφή]]» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγάπη]] για σαρκικές ηδονές, [[ηδυπάθεια]], [[φιληδονία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χαρά]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μαλακού, [[απαλότητα]]<br /><b>2.</b> [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τρυφή]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>θρυφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> IE <i>dhrubh</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>dhreubh</i>- του [[θρύπτω]]) με [[ανομοίωση]] τών δασέων. Η λ. [[τρυφή]] εμφανίζει τη μτφ. σημ. του ρ. [[θρύπτω]] «ζω ακόλαστα» (για την [[εξέλιξη]] αυτή <b>βλ.</b> και λ. [[θρύπτω]])].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφή Medium diacritics: τρυφή Low diacritics: τρυφή Capitals: ΤΡΥΦΗ
Transliteration A: tryphḗ Transliteration B: tryphē Transliteration C: tryfi Beta Code: trufh/

English (LSJ)

ἡ, (θρύπτω)

   A softness, delicacy, daintiness, E.Fr.892.4, Pl.Lg.900e, etc.; στολίδος κροκόεσσαν . . τρυφάν (sic leg. pro στολίδα . . τρυφᾶς) E.Ph.1491 (lyr.): pl., luxuries, daintinesses, τ. Τρωϊκαί Id.Or.1113; τρυφὰς τοιάσδε [τρυφᾶν] Id.Ba.970; αἱ ἄγαν τ. Id.Fr.54.2; εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τ. Pl.Alc.1.122c, cf. Lg.637e.    II luxuriousness, wantonness, τῶν γυναικῶν ἡ τ. Ar.Lys.387; τ. καὶ ἀκολασία, τ. καὶ μαλθακία, Pl.Grg.492c, R.590b; ἡ ἐν ἡμέρᾳ τ. 2 Ep.Pet.2.13; ὑπερτεταμένη τ. Sor.2.54: personified, Τρυφῆς πρόσωπον Ar.Ec.973 (lyr.), cf. Alex.230.3.    III daintiness, fastidiousness, ὑπὸ τρυφῆς Ar.Pl.818; ὕβρις ταῦτ' ἐστὶ καὶ πολλὴ τ. Id.Ra.21, cf. Pl. Grg.525a, Arist.Pol.1295b17.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφή: ἡ, (√ΤΡΥ, θρύπτω, ἴδε ἐν λέξ. τείρω)· ― ἁβρότης, λεπτότης, ἁπαλότης, Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ ἄγαν τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. φιληδονία, ἀσέλγεια, τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ ἀκολασία, τρ. καὶ μαλθακία Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς πρόσωπον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, ἔνθα φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. ὑπερηφανία, ἔπαρσις, ἀλαζονεία, δυστροπία, ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· ὕβρις ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 mollesse, délicatesse, vie molle et sensuelle ; commodité, bien-être (d’une habitation);
2 dédain, humeur dédaigneuse ou hautaine, orgueil.
Étymologie: θρύπτω.

English (Strong)

from thrupto (to break up or (figuratively) enfeeble, especially the mind and body by indulgence); effeminacy, i.e. luxury or debauchery: delicately, riot.

English (Thayer)

τρυφῆς, ἡ (from φρύπτω to break down, enervate; passive and middle to live softly and delicately), softness, effeminacy, luxurious living: Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato, and following; the Sept..)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση (α. «ζει μέσα στην τρυφή» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», Πλάτ.)
2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία
μσν.-αρχ.
χαρά, ευχαρίστηση
αρχ.
1. η ιδιότητα του μαλακού, απαλότητα
2. έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφή έχει σχηματιστεί από το θ. θρυφ- (< IE dhrubh-, μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας dhreubh- του θρύπτω) με ανομοίωση τών δασέων. Η λ. τρυφή εμφανίζει τη μτφ. σημ. του ρ. θρύπτω «ζω ακόλαστα» (για την εξέλιξη αυτή βλ. και λ. θρύπτω)].