μεσημβρία: Difference between revisions
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
(T22) |
(24) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=μεσημβρίας, ἡ ([[μέσος]] and [[ἡμέρα]]), from [[Herodotus]] [[down]], midday (on the [[omission]] of the [[article]] cf. Winer s Grammar, 121 (115));<br /><b class="num">a.</b> (as respects [[time]]) [[noon]]: the [[south]]: [[κατά]], II:2). | |txtha=μεσημβρίας, ἡ ([[μέσος]] and [[ἡμέρα]]), from [[Herodotus]] [[down]], midday (on the [[omission]] of the [[article]] cf. Winer s Grammar, 121 (115));<br /><b class="num">a.</b> (as respects [[time]]) [[noon]]: the [[south]]: [[κατά]], II:2). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[μεσημβρία]] και ιων. τ. [[μεσαμβρίη]])<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] της ημέρας σε έναν [[τόπο]], η [[στιγμή]] [[κατά]] την οποία το [[κέντρο]] του Ηλίου μεσουρανεί, [[δηλαδή]] βρίσκεται στον μεσημβρινό του τόπου, η δωδέκατη ώρα της ημέρας, το [[μεσημέρι]] («[[νύκτα]] ἐν μεσημβρίᾳ ἐπαγόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ένα από τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, ο Νότος («πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών χωρών που βρίσκονται [[προς]] τον Νότο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πρόσοψη]] στον Νότο («[[διαμέρισμα]] [[προς]] [[μεσημβρία]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> διάμεση [[εποχή]] [[μεταξύ]] αρχής και τέλους («στη [[μεσημβρία]] της ζωής»)<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> η ανώτερη [[διάβαση]] από τον μεσημβρινό ενός τόπου κάποιου κινητού, πραγματικού ή φανταστικού, το οποίο χρησιμεύει για τον καθορισμό της κλίμακας του χρόνου και ειδικότερα του αστρικού, του αληθούς ηλιακού, του παγκόσμιου κ.ά. χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετη λ. σχηματισμένη από τη [[φράση]] [[μέσον]] [[ἆμαρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[μεσαμέριον]], [[μεσαμέριος]] <span style="color: red;"><</span> [[μέσον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμέρα</i>) <span style="color: red;">+</span> παραγωγική κατάλ. -<i>ία</i>. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. σχηματίστηκε με [[συγκοπή]] του -<i>α</i>- (<i>μεσ</i>-<i>ᾱμ</i>[[β]]<i>ρ</i>-<i>ιος</i>) από τη β' [[συλλαβή]] του [[ἆμαρ]]. Κατ' άλλους, ο ιων. τ. [[μεσαμβρίη]] έχει το -<i>α</i>- βραχύ, [[αποτέλεσμα]] της λειτουργίας του βραχυντικού νόμου του Osthoff, ενώ ο αττ. τ. [[μεσημβρία]] οφείλεται σε [[επίδραση]] της λ. [[ἡμέρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:46, 29 September 2017
English (LSJ)
(μέσος, ἡμέρα), Ion. μεσαμβρίη Hdt. (v. infr.), Arr. Ind.3.8, al.: ἡ:—
A midday, Ζεὺς ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτα Archil.74. 3; ἐν μεσημβρίας θάλπει A.Supp.746; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης Hdt.3.104; μεσαμβρίης at noon, ibid.; ἔτρωγ' . . σῦκα τῆς μεσημβρίας Ar.Fr.463, cf. Eub.106, Pherecr.80, Ar.V.500; τῇ μεσαμβρίῃ Hdt. l.c.; ἐν μεσημβρίᾳ Th.6.100; νύκτα ἐν μ. ἐπαγόμενοι Pl.Lg.897d; ἅμα μεσημβρίᾳ X.HG5.3.1; ἐκ μεσημβρίας just after noon, Pl.Ax. 372; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar.Av. 1499; ἤδη ἦν μ. Pl.Smp. 220c; μ. ἵσταται 'tis high noon, Id.Phdr.242a. II the South, Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης Hecat.108 J.; [ποταμὸς] ῥέων ἀπὸ μεσαμβρίης Hdt.1.6; κεῖται πόλις πρὸς μεσαμβρίην ib.142; τὰ πρὸς μ. Id.7.113, cf.IG7.3073.95 (Lebad., ii B. C.). [μεσημβρῑη APl.4.369.]
German (Pape)
[Seite 137] ἡ (ἡμέρα, eigtl. μεσημερία), ion. μεσαμβρίη, Mittag; 1) Tageszeit; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ar. Av. 1499; τῆς μεσημβρίας, Mittags, Vesp. 500, wie μεσαμβρίης Her. 3, 104; ἀποκλιναμένης τῆς μεσαμβρίης, von der im Mittag stehenden u. sich zum Abend abwärts neigenden Sonne hergenommen, Nachmittags, ibd.; vgl. Plat. Phaedr. 242 a, ὡς σχεδὸν ἤδη μεσημβρία ἵσταται σταθερά; Thuc. 2, 28; Xen. u. Folgde; auch übertr., wie bei uns, μεσ. τοῦ βίου, VLL. – 2) Himmelsgegend, Süden, Her. 1, 6. 142 u. Sp. – [Ι ist lang gebraucht Ep. in athlet. stat. 45 (Plan. 369).]
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβρία: (ἀντὶ μεσημερία), Ἰων. μεσαμβρίη, ἡ: μέση ἡμέρα, μεσημέριον, Ζεύς... ἐκ μεσημβρίης ἔθηκε νύκτ’ ἀποκρύψας φάος Ἀρχίλ. 74 [31]· ἐν μεσημβρίας θάλπει· Αἰσχύλ. Ἱκ. 746· ἀποκλινομένης τῆς μεσημβρίας Ἡρόδ. 3. 104· μεσαμβρίης, τῇ μεσαμβρίᾳ, αὐτόθι· ἔτρωγ’ ἵνα κάμνοι σῦκα τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 76, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 3· τῆς μεσημβρίας Ἀριστοφ. Σφ. 500· οὕτω, τῇ μεσημβρίῃ Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν μεσημβρίῃ Θουκ. 6. 100, Πλάτ. κλ.· ἅμα μεσημβρίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 1· ἐκ μεσημβρίας, εὐθὺς μετὰ μεσημβρίαν, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Β· σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1409· ἤδη ἦν μ. Πλάτ. Συμπ. 220D· μ. ἵσταται, εἶναι ἀκριβῶς μεσημβρία, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 242Α· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ΙΙ. ἡ μεσημβρία, τὸ νότιον σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄρκτον, Ἑκαταῖος 78, Ἡρόδ. 1. 6, 142· τὰ πρὸς μεσημβρίην 7. 131.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 le milieu du jour, midi : ἐν μεσημβρίᾳ XÉN à midi ; μεσαμβρίης HDT, τῇ μεσαμβρίῃ HDT m. sign.
2 le midi, le sud.
Étymologie: μέσος, ἡμέρα.
English (Strong)
from μέσος and ἡμέρα; midday; by implication, the south: noon, south.
English (Thayer)
μεσημβρίας, ἡ (μέσος and ἡμέρα), from Herodotus down, midday (on the omission of the article cf. Winer s Grammar, 121 (115));
a. (as respects time) noon: the south: κατά, II:2).
Greek Monolingual
η (Α μεσημβρία και ιων. τ. μεσαμβρίη)
1. το μέσο της ημέρας σε έναν τόπο, η στιγμή κατά την οποία το κέντρο του Ηλίου μεσουρανεί, δηλαδή βρίσκεται στον μεσημβρινό του τόπου, η δωδέκατη ώρα της ημέρας, το μεσημέρι («νύκτα ἐν μεσημβρίᾳ ἐπαγόμενοι», Πλάτ.)
2. ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ο Νότος («πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδόν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. το σύνολο τών χωρών που βρίσκονται προς τον Νότο
2. αυτός που έχει πρόσοψη στον Νότο («διαμέρισμα προς μεσημβρία»)
3. μτφ. διάμεση εποχή μεταξύ αρχής και τέλους («στη μεσημβρία της ζωής»)
4. αστρον. η ανώτερη διάβαση από τον μεσημβρινό ενός τόπου κάποιου κινητού, πραγματικού ή φανταστικού, το οποίο χρησιμεύει για τον καθορισμό της κλίμακας του χρόνου και ειδικότερα του αστρικού, του αληθούς ηλιακού, του παγκόσμιου κ.ά. χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σχηματισμένη από τη φράση μέσον ἆμαρ (πρβλ. και μεσαμέριον, μεσαμέριος < μέσον + ἀμέρα) + παραγωγική κατάλ. -ία. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. σχηματίστηκε με συγκοπή του -α- (μεσ-ᾱμβρ-ιος) από τη β' συλλαβή του ἆμαρ. Κατ' άλλους, ο ιων. τ. μεσαμβρίη έχει το -α- βραχύ, αποτέλεσμα της λειτουργίας του βραχυντικού νόμου του Osthoff, ενώ ο αττ. τ. μεσημβρία οφείλεται σε επίδραση της λ. ἡμέρα.