ζηλωτής: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(T21)
(16)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ζηλωτου, ὁ ([[ζηλόω]]), [[one]] [[burning]] [[with]] [[zeal]]; a zealot;<br /><b class="num">1.</b> [[absolutely]], for the [[Hebrew]] קַנָּא, used of God as [[jealous]] of [[any]] [[rival]] and [[sternly]] vindicating his [[control]]: Zealots, [[who]] [[rigorously]] adhered to the Mosaic [[law]] and endeavored [[even]] by a [[resort]] to [[violence]], [[after]] the [[example]] of Phinehas ([[ζηλωτής]] Φινης Josephus, b. j. 4,3, 9; 4,5, 1; 4,6, 3; 7,8, 1. To [[this]] class [[perhaps]] Simon the [[apostle]] had belonged, and [[hence]], got the [[surname]] ὁ [[ζηλωτής]]: Schürer, Neutest. Zeitgesch., Index [[under]] the [[word]] Zeloten; Edersheim, Jesus the Messiah, i. 237ff).<br /><b class="num">2.</b> [[with]] the genitive of the [[object]]: [[with]] the genitive of the [[thing]], [[most]] [[eagerly]] [[desirous]] of, [[zealous]] for, a [[thing]];<br /><b class="num">a.</b> to [[acquire]] a [[thing]] ([[zealous]] of) ([[see]] [[ζηλόω]], 2): L T Tr WH (ἀρετῆς, [[Philo]], praem. et poen. § 2; τῆς εὐσεβείας, de [[monarch]]. 50:1, § 3; εὐσεβείας καί δικαιοσύνης, de poenit. § 1; [[τῶν]] πολεμικων ἔργων, Diodorus 1,73; [[περί]] [[τῶν]] ἀνηκόντων [[εἰς]] σωτηρίαν, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 45,1 [ET]).<br /><b class="num">b.</b> to [[defend]] and [[uphold]] a [[thing]], [[vehemently]] contending for a [[thing]] ([[zealous]] for): νόμου, [[τῶν]] πατρικῶν παραδόσεων, [[τῶν]] αἰγυπτιακων πλασματων, [[Philo]], vit. Moys. iii. § 19; τῆς ἀρχαίας καί σώφρονος ἀγωγης, Diodorus excerpt., p. 611 (from 50:37, vol. 2:564 Didot)); [[with]] the genitive of [[person]]: Θεοῦ, [[intent]] on [[protecting]] the [[majesty]] and [[authority]] of God by contending for the Mosaic [[law]], an [[emulator]], [[admirer]], [[imitator]], [[follower]] of anyone.)  
|txtha=ζηλωτου, ὁ ([[ζηλόω]]), [[one]] [[burning]] [[with]] [[zeal]]; a zealot;<br /><b class="num">1.</b> [[absolutely]], for the [[Hebrew]] קַנָּא, used of God as [[jealous]] of [[any]] [[rival]] and [[sternly]] vindicating his [[control]]: Zealots, [[who]] [[rigorously]] adhered to the Mosaic [[law]] and endeavored [[even]] by a [[resort]] to [[violence]], [[after]] the [[example]] of Phinehas ([[ζηλωτής]] Φινης Josephus, b. j. 4,3, 9; 4,5, 1; 4,6, 3; 7,8, 1. To [[this]] class [[perhaps]] Simon the [[apostle]] had belonged, and [[hence]], got the [[surname]] ὁ [[ζηλωτής]]: Schürer, Neutest. Zeitgesch., Index [[under]] the [[word]] Zeloten; Edersheim, Jesus the Messiah, i. 237ff).<br /><b class="num">2.</b> [[with]] the genitive of the [[object]]: [[with]] the genitive of the [[thing]], [[most]] [[eagerly]] [[desirous]] of, [[zealous]] for, a [[thing]];<br /><b class="num">a.</b> to [[acquire]] a [[thing]] ([[zealous]] of) ([[see]] [[ζηλόω]], 2): L T Tr WH (ἀρετῆς, [[Philo]], praem. et poen. § 2; τῆς εὐσεβείας, de [[monarch]]. 50:1, § 3; εὐσεβείας καί δικαιοσύνης, de poenit. § 1; [[τῶν]] πολεμικων ἔργων, Diodorus 1,73; [[περί]] [[τῶν]] ἀνηκόντων [[εἰς]] σωτηρίαν, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 45,1 [ET]).<br /><b class="num">b.</b> to [[defend]] and [[uphold]] a [[thing]], [[vehemently]] contending for a [[thing]] ([[zealous]] for): νόμου, [[τῶν]] πατρικῶν παραδόσεων, [[τῶν]] αἰγυπτιακων πλασματων, [[Philo]], vit. Moys. iii. § 19; τῆς ἀρχαίας καί σώφρονος ἀγωγης, Diodorus excerpt., p. 611 (from 50:37, vol. 2:564 Didot)); [[with]] the genitive of [[person]]: Θεοῦ, [[intent]] on [[protecting]] the [[majesty]] and [[authority]] of God by contending for the Mosaic [[law]], an [[emulator]], [[admirer]], [[imitator]], [[follower]] of anyone.)  
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ζηλωτής]], Α δωρ. τ. [[ζαλωτής]]) [[ζηλώ]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ζήλο, ο [[μιμητής]], ο [[θαυμαστής]] («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια [[θρησκεία]], ο [[θεοσεβής]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>οι ζηλωτές</i> (-<i>αί</i>)<br />οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι Φαρισαίοι του 1ου μ.Χ. αιώνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευκίνητο μαύρο αραχνοειδές τών θερμών χωρών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>οι ζηλωτές</i> (-<i>αί</i>)<br />οπαδοί θρησκευτικοπολιτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα, που αποσκοπούσαν στην [[προστασία]] τών δικαιωμάτων τών πολιτών [[κάθε]] κοινωνικής τάξης και στη [[συμμετοχή]] τών πολιτών στη [[διοίκηση]] τών [[κοινών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζηλότυπος]], [[φθονερός]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλωτής Medium diacritics: ζηλωτής Low diacritics: ζηλωτής Capitals: ΖΗΛΩΤΗΣ
Transliteration A: zēlōtḗs Transliteration B: zēlōtēs Transliteration C: zilotis Beta Code: zhlwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A emulator, zealous admirer or follower, μιμητὴς καὶ ζ. τῆς πατρῴας ἀρετῆς Isoc.1.11; ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Pl.Prt.343a; τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Aeschin.2.166; τῶν καλῶν βουλευμάτων ib.171; τῆς αὐτῆς αἱρέσεως SIG675.27 (Oropus, ii B.C.); μαθήσεως Phld.Rh.2.262S.; πνευμάτων 1 Ep.Cor.14.12; τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων IG7.2712.99 (Acraephiae): c. gen. pers., τοῦ Διός Muson.Fr.8p.37H.; τῶ πράτω θεῶ Sthenid. ap. Stob.4.7.63 (nom.sg. ζηλωτάς codd.); Θουκυδίδου, Ἀντισθένους, Luc.Hist.Conscr.15, Herm.14; perh. champion, Epicur.Nat.70G.    2 jealous, θεὸς ζ. LXXEx.20.5.    II zealot, used to translate Κανανίτης or Καναναῖος, Ev.Luc.6.15, Act.Ap.1.13, J.BJ4.3.9; τῶν πατρίων ἐθῶν Id.AJ12.6.2; τῶν νόμων LXX 2 Ma. 4.2.

German (Pape)

[Seite 1139] ὁ, der Nacheiferer, Bewunderer, καὶ ἐραστὴς τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Plat. Prot. 343 a; καὶ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς Isocr. 1, 11; vgl. Hdn. 6, 8, 5. Dah. bei Sp. geradezu Anhänger, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ μετὰ ζήλου ὀπαδὸς καὶ μιμητής, μιμητὴς καὶ ζ. τῆς ἀρετῆς Ἰσοκρ. 4B˙ ζ. καὶ ἐρασταὶ τῆς Λακεδαιμονίων παιδείας Πλάτ. Πρωτ. 343A˙ τῆς ἡλικίας τοῦ μειρακίου Αἰσχίν. 50. 26˙ τῶν καλῶν βουλευμάτων ὁ αὐτ. 51. 8˙ τῶν ἀγαθῶν τῶν εἰς τὴν πόλιν μαρτυρουμένων Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 80˙ Θουκυδίδου, Ἀντισθένους Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 15, Ἑρμοτ. 14. 2) ζηλότυπος, θεὸς ζ. Ἑβδ. (Ἐξόδ. κ΄, 5). ΙΙ. ζηλωτής, πλήρης ζήλου, ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Κανανίτης ἢ Καναναῖος (ἔκ τοῦ Ἑβραϊκ. gâna, φλέγομαι, εἶμαι ζηλωτής), Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 4, κ. Μᾶρκ. γ΄, 18, Λουκ. ϛ΄, 15, Πράξ. Ἀποστόλ. α΄, 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui a du zèle, du goût pour.
Étymologie: ζηλόω.

English (Strong)

from ζηλόω; a "zealot": zealous.

English (Thayer)

ζηλωτου, ὁ (ζηλόω), one burning with zeal; a zealot;
1. absolutely, for the Hebrew קַנָּא, used of God as jealous of any rival and sternly vindicating his control: Zealots, who rigorously adhered to the Mosaic law and endeavored even by a resort to violence, after the example of Phinehas (ζηλωτής Φινης Josephus, b. j. 4,3, 9; 4,5, 1; 4,6, 3; 7,8, 1. To this class perhaps Simon the apostle had belonged, and hence, got the surnameζηλωτής: Schürer, Neutest. Zeitgesch., Index under the word Zeloten; Edersheim, Jesus the Messiah, i. 237ff).
2. with the genitive of the object: with the genitive of the thing, most eagerly desirous of, zealous for, a thing;
a. to acquire a thing (zealous of) (see ζηλόω, 2): L T Tr WH (ἀρετῆς, Philo, praem. et poen. § 2; τῆς εὐσεβείας, de monarch. 50:1, § 3; εὐσεβείας καί δικαιοσύνης, de poenit. § 1; τῶν πολεμικων ἔργων, Diodorus 1,73; περί τῶν ἀνηκόντων εἰς σωτηρίαν, Clement of Rome, 1 Corinthians 45,1 [ET]).
b. to defend and uphold a thing, vehemently contending for a thing (zealous for): νόμου, τῶν πατρικῶν παραδόσεων, τῶν αἰγυπτιακων πλασματων, Philo, vit. Moys. iii. § 19; τῆς ἀρχαίας καί σώφρονος ἀγωγης, Diodorus excerpt., p. 611 (from 50:37, vol. 2:564 Didot)); with the genitive of person: Θεοῦ, intent on protecting the majesty and authority of God by contending for the Mosaic law, an emulator, admirer, imitator, follower of anyone.)

Greek Monolingual

ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) ζηλώ
1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.)
2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής
3. πληθ. οι ζηλωτές (-αί)
οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι Φαρισαίοι του 1ου μ.Χ. αιώνα
νεοελλ.
ευκίνητο μαύρο αραχνοειδές τών θερμών χωρών
νεοελλ.-μσν.
πληθ. οι ζηλωτές (-αί)
οπαδοί θρησκευτικοπολιτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα, που αποσκοπούσαν στην προστασία τών δικαιωμάτων τών πολιτών κάθε κοινωνικής τάξης και στη συμμετοχή τών πολιτών στη διοίκηση τών κοινών
αρχ.
ζηλότυπος, φθονερός.