κάθαρμα: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> l’objet employé dans les lustrations et représentant symboliquement la souillure dont on voulait se purifier ; on le lançait derrière soi en détournant les yeux;<br /><b>2</b> misérable servant de victime expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> l’objet employé dans les lustrations et représentant symboliquement la souillure dont on voulait se purifier ; on le lançait derrière soi en détournant les yeux;<br /><b>2</b> misérable servant de victime expiatoire.<br />'''Étymologie:''' [[καθαίρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κάθαρμα]])<br /><b>1.</b> αυτό που αποβάλλεται [[κατά]] την [[κάθαρση]], [[απόβλημα]], [[ξέπλυμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[απόβρασμα]] της κοινωνίας, [[άνθρωπος]] [[μηδαμινός]], [[φαύλος]] και [[απόβλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καθάρματα</i><br />τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων της θυσίας<br /><b>2.</b> η [[σκουριά]] που μένει [[μετά]] την [[τήξη]] μεταλλικής ουσίας («ἐκ δὲ τοῡ χρυσοῡ ἑψομένου καὶ καθαιρουμένου στυπτηριώδει τινὶ γῆ τὸ [[κάθαρμα]] [[ἤλεκτρον]] [[εἶναι]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κακούργος]] που θανατωνόταν από την [[πολιτεία]] σε περίοδο λιμού ή συμφοράς, για εξιλασμό, αλλ. [[φαρμακός]]<br /><b>4.</b> η [[αποβολή]] τών περιττών ουσιών από το ανθρώπινο [[σώμα]], [[κένωση]]<br /><b>5.</b> [[κάθαρση]], [[εξαγνισμός]], καθαρτήρια [[πράξη]] ή [[τελετή]]<br /><b>6.</b> εξαγνισμένος [[χώρος]] για [[τέλεση]] θυσίας<br />(«ἐντὸς τοῡ καθάρματος», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καθαρ</i>- του [[καθαίρω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό, (καθαίρω)
A that which is thrown away in cleansing: in pl., offscourings, refuse of a sacrifice, A.Ch.98; residuum of ore after smelting, slag, Str.3.28: sg.,= κάθαρσις 11, Hp.Epid. 5.2. 2 = φαρμακός, Sch.Ar.Pl.454, Sch.Id.Eq.1133: hence metaph., of persons, outcast, Ar.Pl.454; αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγούς Eup.117.8; τοὺς μὲν καθάρματα, τοὺς δὲ πτωχούς, τοὺς δ' οὐδ' ἀνθρώπους ὑπολαμβάνων εἶναι D.21.185, cf. 199, 18.128, Aeschin.3.211, etc. II in pl.,= κάθαρσις, purification, E.IT1316; ποντίων καθαρμάτων . . ἀμοιβάς in return for clearing the sea (of pirates), Id.HF225. III ἐντὸς τοῦ καθάρματος within the purified ground where the assembly was held, Ar.Ach.44.
German (Pape)
[Seite 1281] τό, der beim Reinigen abgenommene. weggeworfene Schmutz, Kehricht, -Auswurf, Ammon. τὰ μετὰ τὸ καθαρθῆνσι ἀποῤῥιπτούμενα, vgl. Poll. 5, 163; καθάρμαθ' ὥς τις ἐκπέμψας Aesch. Ch. 96; πόντια, δόλια, Eur. Herc. Fur. 225 I. T. 1316. – Bei Reinigungs- od. Sühnopfern das Opferthier, auf das die Schuld geladen u. welches dann als unrein weggeworfen wurde, der Sündenbock, Suid. u. Schol. Ar. Plut. 454 Ach. 44. – Ein verworfener Mensch, Auswurf der menschlichen Gesellschaft, γρύζειν δὲ καὶ τολμᾶτον, ὦ καθάρματε Ar. Plut. 454; τοὺς μὲν πτωχούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δ ' οὐδὲν ὑπολαμβάνων εἶναι Dem. 21, 185, vgl. 198; Din. 1, 16; Ath. XV, 697 e; Plut. Sull. 33; ἐξονειδίζει ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶς ἀποκαλῶν Luc. D. Mort. 2, 1; N. T. – Ar. Ach. 44 πάριθ', ὡς ἂν ἐντὸς ἦτε τοῦ καθάρματος, wahrscheinlich der durch Opfer gereinigte, geweihte Platz. Vgl. καθάρσιος.
Greek (Liddell-Scott)
κάθαρμα: τό, (καθαίρω) ὅ,τι ἀπορρίπτεται κατὰ τὴν κάθαρσιν ἢ τὸν καθαρμόν· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἀκαθαρσίαι τῶν θυμάτων, Αἰσχύλ. Χο. 98· - ἡ ἀκαθαρσία ἥτις ἀπομένει μετὰ τὴν τῆξιν μεταλλούχου οὐσίας, σκωρία, Στραβ. 146C.
2) μεταφ., ἐπί ἀναξίων καὶ μηδαμινῶν ἀνθρώπων, πρόστυχος, ἀπερριμμένος, ἀπόβλητος, σκύβαλον τῆς κοινωνίας, Ἀριστοφ. Πλ. 454· αἱρούμενοι καθάρματα στρατηγοὺς Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 15· τοὺς μὲν ἐχθρούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δὲ οὐδὲν ὑπολαμβάνων εἶναι Δημ. 578. 19, πρβλ. 269. 26, 578. 20, Αἰσχίν. 84. 15. - Ἦτο συνήθεια ἐν Ἀθήναις νὰ τρέφωσι δημοσίᾳ φαύλους τινὰς καὶ λίαν ἀγενεῖς καὶ ἀχρήστους ἀνθρώπους, οὕς ὅτε ἐπήρχετο εἰς τὴν πόλιν συμφορά τις, ὡς π.χ. λοιμὸς ἢ τοιοῦτόν τι, προσέφερον ὡς θυσίαν ῥίπτοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ λέγοντες: περίψημα ἡμῶν γενοῦ, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι οὕτως ἐκαθαρίζετο ἡ πόλις ἐκ τοῦ ἄγους· οἱ τοιοῦτοι δὲ ἐκαλοῦντο καθάρματα, περικαθάρματα, περιψήματα, φαρμακοί, δημόσιοι· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ εἰς Ἱππ. 1133.
ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = κάθαρσις, καθαρισμός, ἐξάγνισις, Εὐρ. Ι. Τ. 1316· ποντίων καθαρμάτων … ἀμοιβάς, ὡς ἀμοιβὴν διὰ τὴν κάθαρσιν τῆς θαλάσσης (ἐκ τῶν πειρατῶν), ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 225. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 44, ἐντὸς καθάρματος σημαίνει ἐντὸς τοῦ κεκαθαρμένου ἐδάφους, ἴδε Λεξικ. Ἀρχ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 l’objet employé dans les lustrations et représentant symboliquement la souillure dont on voulait se purifier ; on le lançait derrière soi en détournant les yeux;
2 misérable servant de victime expiatoire.
Étymologie: καθαίρω.
Greek Monolingual
το (AM κάθαρμα)
1. αυτό που αποβάλλεται κατά την κάθαρση, απόβλημα, ξέπλυμα, ακαθαρσία
2. (για πρόσ.) απόβρασμα της κοινωνίας, άνθρωπος μηδαμινός, φαύλος και απόβλητος
αρχ.
1. στον πληθ. τὰ καθάρματα
τα ακάθαρτα υπολείμματα τών σφαγίων της θυσίας
2. η σκουριά που μένει μετά την τήξη μεταλλικής ουσίας («ἐκ δὲ τοῡ χρυσοῡ ἑψομένου καὶ καθαιρουμένου στυπτηριώδει τινὶ γῆ τὸ κάθαρμα ἤλεκτρον εἶναι», Στράβ.)
3. κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς, για εξιλασμό, αλλ. φαρμακός
4. η αποβολή τών περιττών ουσιών από το ανθρώπινο σώμα, κένωση
5. κάθαρση, εξαγνισμός, καθαρτήρια πράξη ή τελετή
6. εξαγνισμένος χώρος για τέλεση θυσίας
(«ἐντὸς τοῡ καθάρματος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθαρ- του καθαίρω + -μα].