μετασχηματισμός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />transformation.<br />'''Étymologie:''' [[μετασχηματίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />transformation.<br />'''Étymologie:''' [[μετασχηματίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μετασχηματισμός]]) [[μετασχηματίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μετασχηματίζω]], η [[μετατροπή]], η [[μεταβολή]] σχήματος ή μορφής, η [[μεταμόρφωση]], η [[μετάπλαση]], η [[μεταποίηση]] («ἐπιφέρει τὸ [[πλῆθος]] τῶν ἐν μέρει μετασχηματισμῶν αὐτῆς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[πολιτική]]) [[αλλαγή]] του σχήματος και της σύνθεσης του υπουργικού συμβουλίου<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[μεταβολή]] της διάταξης στρατιωτικής ή ναυτικής μονάδας διά μέσου κανονικών κινήσεων ή ελιγμών<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> α) μια από τις διαδικασίες μεταφοράς γενετικού υλικού υπό τη [[μορφή]] «γυμνού» δεσοξυριβονουκλεϊκού [[οξέως]], [[δηλαδή]] στερούμενου πρωτεϊνικού περιβλήματος, [[μεταξύ]] μικροβιακών κυττάρων<br />β) [[μεταλλαγή]] ενός ζωικού κυττάρου στο οποίο έχει εισέλθει [[καρκινογόνος]] ιός<br /><b>4.</b> <b>(κοινων.)</b> α) [[διαδικασία]] σταδιακής [[μάλλον]] και όχι ραγδαίας μεταβολής τών κοινωνικών δομών<br />β) [[πλήρης]] [[μετατροπή]] ενός οικονομικο-κοινωνικού συστήματος σε [[άλλο]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> η [[μετάβαση]] από ένα [[σχήμα]] ή ένα [[σύνολο]] στοιχείων σε ένα [[άλλο]] με τη [[θέση]] σε [[αντιστοιχία]] τών αμοιβαίων αυτών στοιχείων (α. «[[γεωμετρικός]] [[μετασχηματισμός]]» β. «[[γραμμικός]] [[μετασχηματισμός]]» γ. «[[ολοκληρωτικός]] [[μετασχηματισμός]]» δ. «[[μετασχηματισμός]] συντεταγμένων»)<br /><b>6.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[αλλαγή]] ενός συστήματος μεταβαλλόμενης τάσης και έντασης σε [[άλλο]] [[σύστημα]] τάσης και έντασης, της ίδιας συχνότητας, [[αλλά]] γενικά διαφορετικών τιμών, με σκοπό τη [[μετάδοση]] ηλεκτρικής ενέργειας<br /><b>7.</b> <b>ιατρ.</b> η αυτόματη ή [[μετά]] από χειρισμούς [[μεταβολή]] της προβολής του εμβρύου<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλλαγή]] θέσης, [[μεταβολή]] στάσης. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Thphr.CP2.16.4, Plu. 2.687b tit.: in pl., Str.1.3.3, Dsc. 1 Praef.7, A.D.Synt.230.3, Iamb. Myst.7.3. 2 change of position or posture, Sor.2.21 (pl.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
transformation.
Étymologie: μετασχηματίζω.
Greek Monolingual
ο (Α μετασχηματισμός) μετασχηματίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετασχηματίζω, η μετατροπή, η μεταβολή σχήματος ή μορφής, η μεταμόρφωση, η μετάπλαση, η μεταποίηση («ἐπιφέρει τὸ πλῆθος τῶν ἐν μέρει μετασχηματισμῶν αὐτῆς», Στράβ.)
νεοελλ.
1. (στην πολιτική) αλλαγή του σχήματος και της σύνθεσης του υπουργικού συμβουλίου
2. στρ. μεταβολή της διάταξης στρατιωτικής ή ναυτικής μονάδας διά μέσου κανονικών κινήσεων ή ελιγμών
3. βιολ. α) μια από τις διαδικασίες μεταφοράς γενετικού υλικού υπό τη μορφή «γυμνού» δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέως, δηλαδή στερούμενου πρωτεϊνικού περιβλήματος, μεταξύ μικροβιακών κυττάρων
β) μεταλλαγή ενός ζωικού κυττάρου στο οποίο έχει εισέλθει καρκινογόνος ιός
4. (κοινων.) α) διαδικασία σταδιακής μάλλον και όχι ραγδαίας μεταβολής τών κοινωνικών δομών
β) πλήρης μετατροπή ενός οικονομικο-κοινωνικού συστήματος σε άλλο
5. μαθημ. η μετάβαση από ένα σχήμα ή ένα σύνολο στοιχείων σε ένα άλλο με τη θέση σε αντιστοιχία τών αμοιβαίων αυτών στοιχείων (α. «γεωμετρικός μετασχηματισμός» β. «γραμμικός μετασχηματισμός» γ. «ολοκληρωτικός μετασχηματισμός» δ. «μετασχηματισμός συντεταγμένων»)
6. (ηλεκτρολ.) αλλαγή ενός συστήματος μεταβαλλόμενης τάσης και έντασης σε άλλο σύστημα τάσης και έντασης, της ίδιας συχνότητας, αλλά γενικά διαφορετικών τιμών, με σκοπό τη μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας
7. ιατρ. η αυτόματη ή μετά από χειρισμούς μεταβολή της προβολής του εμβρύου
αρχ.
αλλαγή θέσης, μεταβολή στάσης.