ὀνομαίνω: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(Autenrieth) |
(29) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[parallel]] [[form]] to [[ὀνομάζω]]), aor. ὀνόμηνας: [[call]] by [[name]], [[name]], [[name]] [[over]], [[mention]]; in the [[sense]] of ‘appointing’ or ‘constituting,’ Il. 23.90. | |auten=([[parallel]] [[form]] to [[ὀνομάζω]]), aor. ὀνόμηνας: [[call]] by [[name]], [[name]], [[name]] [[over]], [[mention]]; in the [[sense]] of ‘appointing’ or ‘constituting,’ Il. 23.90. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνομαίνω]] (Α και αιολ. και δωρ. τ. [[ὀνυμαίνω]]) [[όνομα]]<br /><b>1.</b> [[καλώ]] κάποιον με το όνομά του, ονομαστικά<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[απαριθμώ]]<br /><b>3.</b> [[απλώς]] [[αναφέρω]], [[λέγω]]<br /><b>4.</b> [[δίνω]] όνομα σε κάποιον, [[ονομάζω]]<br /><b>5.</b> [[απονέμω]] τίτλο ή [[αξίωμα]], [[διορίζω]]<br /><b>6.</b> [[υπόσχομαι]] να [[κάνω]] [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
h.Ven.290, Aeol. and Dor. ὀνῠμαίνω GDI4992aiii 6 (Gortyn), Ti.Locr.100c (Pass.): Ion. fut.
A οὐνομανέω Hdt.4.47 (v.l. ὀν-) : aor. ὠνόμηνα Is.3.33 ; Ep. ὀνόμηνα Hom., Hes. (v. infr.); Boeot. ὠνούμηνα Corinn. 2cod. (fort. -ανα) :—Ep. and Ion. Verb, = ὀνομάζω, name or call by name, φίλον τ' ὀνόμηνεν ἑταῖρον Il.10.522, cf. 16.491, etc. ; θεοὺς ὀ. ἅπαντας 14.278 ; of things, name, recount, περικλυτὰ δῶρ' ὀνομήνω 9.121 ; πληθὺν οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ' ὀνομήνω 2.488 ; so πάντα μὲν οὐκ ἂν . . Od.4.240, etc.—Rare in Prose, Hdt. and Is. Il. cc. 2 simply, utter, speak, ἴσχεο μηδ' ὀνομήνῃς Od.11.251, cf. h.Ven.290 ; then (cf. ὀνομάζω 1.2) promise to do, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν Od.24.341. II name, call by a name, Hes.Op.80 ; καί οἱ τοῦτ' ὀνόμην' ὄνομ' ἔμμεναι Id.Fr.116.2: in Dor. Prose, ἁδοναὶ ὀνυμαίνονται Ti.Locr.l.c., etc. III nominate, appoint, καὶ σὸν θεράποντ' ὀνόμηνεν Il.23.90.
German (Pape)
[Seite 349] dor., äol. u. poet. = ὀνομάζω, ion. οὐνομαίνω, nennen; φίλον δ' ὀνόμηνεν ἑταῖρον, Il. 10, 522, er rief ihn mit Namen; θεοὺς δ' ὀνόμηνεν ἅπαντας, 14, 278; περικλυτὰ δῶρ' ὀνομήνω (conj. aor.), herzählen, 9, 121; u., wie bei ὀνομάζω bemerkt ist, auch von dem, was Einer zu geben verheißt, ὄρχους δέ μοι ὧδ' ὀνόμηνας δώσειν πεντήκοντα, Od. 24, 311; – ἴσχεο, μηδ' ὀνομήνῃς, halt an dich und sprich's nicht aus, Od. 11, 251; – καὶ σὸν θεράποντ' ὀνόμηνεν, er ernannte ihn zu deinem Diener, Il. 23, 90 (immer im aor., das praes. H. h. Ven. 291); – benennen, einen Namen geben, Hes. O. 8, καί οἱ τοῦτ' ὀνόμην' ὄνομ' ἔμμεναι, frg. 3, 2; ὅσοι οὐνομαστοί εἰσι αὐτέων, τούτους οὐνομανέω, Her. 4, 47; selten in attischer Prosa, ὅτι Κλειταρέτην ὁ πατὴρ ἐν τῇ δεκάτῃ ὠνόμηνεν, Isaeus 3, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαίνω: Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291, Αἰολ. κ. Δωρ. ὀνυμαίνω, Τίμ. Λοκρ. 100C· μέλλ. Ἰων. οὐνομανέω Ἡρόδ. 4. 47: ἀόρ. ὠνόμηνα Ἰσαῖ. 41. 20, Ἐπικ. ὀνόμηνα Ὁμ., Ἡσ., Βοιωτ. ὠνούμηνα Κόριννα 2. Ἐπικ. καὶ Ἰων. ῥῆμα = ὀνομάζω, ἢ καλῶ κατ’ ὄνομα, φίλον τ’ ὀνόμηνεν ἑταῖρον Ἰλ. Κ. 522, κλ.· θεοὺς ὀν. ἅπαντας Ξ. 278· - ἐπὶ πραγμάτων, περικλυτὰ δῶρ’ ὀνομήνω Ι. 121· πληθὺν οὐκ ἄν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ’ ὀνομήνω Β. 488· συχν. μετὰ τοῦ πάντας, πάντα, Ὀδ. Δ. 240, κτλ.· - σπάνιον παρὰ πεζολόγοις Ἡρόδ. καὶ Ἰσαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἁπλῶς, πρφέρω, λέγω, ὁμιλῶ, ἴσχεο μηδ’ ὀνομήνῃς Ὀδ. Λ. 251, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 291· - ἀκολούθως (πρβλ. ὀνομάζω) ὑπισχνοῦμαι ὅτι θὰ πράξω τι, ὄρχους δέ μοι ὧδ’ ὀνόμηνας δώσειν Ὀδ. Ω. 341. ΙΙ. ἀναφέρω, καλῶ ὀνομαστί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 80· καί οἱ τοῦτ’ ὀνόμην’ ὄνομ’ ἔμμεναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 3. 2· οὕτω παρὰ τοῖς Δωρικ. πεζογράφοις, Τίμ. Λοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ. ΙΙΙ. ὁρίζω, διορίζω, καὶ σὸν θεράποντ’ ὀνόμηνεν Ἰλ. Ψ. 90.
French (Bailly abrégé)
f. ὀνομανῶ, ao. ὠνόμηνα, pf. inus.
1 désigner par un nom, donner un nom;
2 appeler par son nom;
3 spécifier, énoncer avec précision, acc. ; particul. promettre de, inf..
Étymologie: ὄνομα.
English (Autenrieth)
(parallel form to ὀνομάζω), aor. ὀνόμηνας: call by name, name, name over, mention; in the sense of ‘appointing’ or ‘constituting,’ Il. 23.90.
Greek Monolingual
ὀνομαίνω (Α και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαίνω) όνομα
1. καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικά
2. (για πράγματα) απαριθμώ
3. απλώς αναφέρω, λέγω
4. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω
5. απονέμω τίτλο ή αξίωμα, διορίζω
6. υπόσχομαι να κάνω κάτι.