ἀνάρμοστος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρμοστος]], -ον)<br />αυτός που δεν αρμόζει, [[ανοίκειος]], [[ακατάλληλος]], [[αταίριαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) ο [[δίχως]] [[αρμονία]], [[παράφωνος]] (αντίθ. του [[ευάρμοστος]])<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[πεισματάρης]]<br /><b>3.</b> [[απροετοίμαστος]], απαράσκευος<br /><b>4.</b> στη Μυκηναϊκή απαντά σε πινακίδες στην Κνωσό, όπου καταγράφονται άρματα υπό [[κατασκευή]]<br />προσδιορίζει [[σχεδόν]] [[πάντοτε]] το <i>ἱππία</i> (= [[άρμα]]) και σημαίνει «[[ασυναρμολόγητος]]» (<i>a</i>-<i>na</i>-<i>mo</i>-<i>to</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[αρμοστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναρμοστία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναρμοστώ]] (-<i>έω</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρμοστος]], -ον)<br />αυτός που δεν αρμόζει, [[ανοίκειος]], [[ακατάλληλος]], [[αταίριαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) ο [[δίχως]] [[αρμονία]], [[παράφωνος]] (αντίθ. του [[ευάρμοστος]])<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[πεισματάρης]]<br /><b>3.</b> [[απροετοίμαστος]], απαράσκευος<br /><b>4.</b> στη Μυκηναϊκή απαντά σε πινακίδες στην Κνωσό, όπου καταγράφονται άρματα υπό [[κατασκευή]]<br />προσδιορίζει [[σχεδόν]] [[πάντοτε]] το <i>ἱππία</i> (= [[άρμα]]) και σημαίνει «[[ασυναρμολόγητος]]» (<i>a</i>-<i>na</i>-<i>mo</i>-<i>to</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[αρμοστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναρμοστία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναρμοστώ]] (-<i>έω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνάρμοστος:''' -ον ([[ἁρμόζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακατάλληλος]], [[αταίριαστος]], [[ασύμφωνος]], [[δυσανάλογος]], σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ήχο, [[παράτονος]], σε Πλάτ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φορτικός]], [[αυθάδης]], [[απρεπής]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[απροετοίμαστος]], [[ακατάλληλος]], [[πρός]] τι, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not fitting, of dress, X.Mem.3.10.13; of sound, out of tune, Pl.Ti.80a; opp. εὐάρμοστος, Tht.178d: metaph. of the soul, Phd.93c, cf. Smp. 206c; ἀ. τινί 206d; incongruous, μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.3.27. Adv. -τως Pl.R. 590b. II of persons, impracticable, Hdt.3.80, Ar.Nu.908. 2 unfitted, unprepared, πρός τι Th.7.67.
German (Pape)
[Seite 205] unpassend, Her. 3, 80; nicht zusammenstimmend, πρός τι, Thuc. 7, 67; öfter Plat., auch von der Stimme, Epinom. 978 a; häufig von der ψυχή, Phaed. 93 c; τοῦ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος ψυχή Rep. III, 411 a; Ggstz οἱ ἁρμόττοντες Xen. Mem. 3, 10, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρμοστος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσύμφωνος, δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, παράφωνος, παράχορδος, ἄνευ ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἀπειρόκαλος, ἀλλόκοτος, Λατ. ineptus, τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, πρός τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne s’adapte pas, disproportionné;
2 discordant (son);
3 fig. inepte, absurde;
4 non approprié, non préparé : πρός τι à qch.
Étymologie: ἀ, ἁρμόττω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inarmónico, falto de armonía ψυχή Pl.Phd.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.Smp.206c
•subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1
•desajustado de una coraza, X.Mem.3.10.13
•fig. inadecuado ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras Hdt.3.80
•c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... ἀνάρμοστος ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.Myst.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.Ven.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... ἀνάρμοστος Plu.2.678b, cf. Th.7.67.
2 mús. desafinado, discordante φθόγγοι Pl.Ti.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.Tht.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.EE 1230b28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.Ind.9.
3 de pers. intratable, antipático τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.Nu.908, cf. PMasp.97.ue.D.44 (VI d.C.).
II adv. -ως desajustadamente ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.R.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.Clit.407d. • DMic.: a-na-mo-to, -ta (?).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρμοστος, -ον)
αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος
αρχ.
1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος)
2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης
3. απροετοίμαστος, απαράσκευος
4. στη Μυκηναϊκή απαντά σε πινακίδες στην Κνωσό, όπου καταγράφονται άρματα υπό κατασκευή
προσδιορίζει σχεδόν πάντοτε το ἱππία (= άρμα) και σημαίνει «ασυναρμολόγητος» (a-na-mo-to).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αρμοστός.
ΠΑΡ. αναρμοστία
αρχ.
αναρμοστώ (-έω)].
Greek Monotonic
ἀνάρμοστος: -ον (ἁρμόζω),
I. ακατάλληλος, αταίριαστος, ασύμφωνος, δυσανάλογος, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για ήχο, παράτονος, σε Πλάτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, φορτικός, αυθάδης, απρεπής, σε Αριστοφ.
2. απροετοίμαστος, ακατάλληλος, πρός τι, σε Θουκ.