κόλυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κόλυμβος]])<br />το [[πτηνό]] [[κολυμβίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κολύμβηση]], [[κολύμπι]] («ἡ [[λίμνη]]... [[ἀγχιβαθής]]..., [[ὥστε]] μή [[δεῖν]] [[κολύμβου]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[δεξαμενή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kol</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>- «[[σκοτεινός]], [[μαύρος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κελαινός]]) και συνδέεται πιθ. με το λατ. <i>columba</i> «[[περιστέρι]]». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν [[παρέκταση]] -<i>umb</i>-, της οποίας η [[αναγωγή]] σε ΙΕ -<i>on</i>-<i>b</i>(<i>h</i>)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -<i>υ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολυμβώ]], [[κολυμβάς]] / -<i>πάδα</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κολύμβαινα]], [[κολυμβίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ακόλυμβος]], [[εὐκόλυμβος]], [[πολυκόλυμβος]].
|mltxt=ο (AM [[κόλυμβος]])<br />το [[πτηνό]] [[κολυμβίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κολύμβηση]], [[κολύμπι]] («ἡ [[λίμνη]]... [[ἀγχιβαθής]]..., [[ὥστε]] μή [[δεῖν]] [[κολύμβου]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[δεξαμενή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kol</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>- «[[σκοτεινός]], [[μαύρος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κελαινός]]) και συνδέεται πιθ. με το λατ. <i>columba</i> «[[περιστέρι]]». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν [[παρέκταση]] -<i>umb</i>-, της οποίας η [[αναγωγή]] σε ΙΕ -<i>on</i>-<i>b</i>(<i>h</i>)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -<i>υ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολυμβώ]], [[κολυμβάς]] / -<i>πάδα</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[κολύμβαινα]], [[κολυμβίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ακόλυμβος]], [[εὐκόλυμβος]], [[πολυκόλυμβος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόλυμβος:''' ὁ, [[κολυμβητής]], [[δύτης]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλυμβος Medium diacritics: κόλυμβος Low diacritics: κόλυμβος Capitals: ΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: kólymbos Transliteration B: kolymbos Transliteration C: kolymvos Beta Code: ko/lumbos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κολυμβίς, Ar. Ach.876.    II = κολύμβησις, ἅμιλλα κολύμβου Paus.2.35.1, cf.Str. 16.2.42, AP9.82 (Antip. Thess.), Plu.2.162f (pl.), Herod.Med. ap. Orib.10.39.3, Antyll.ib.6.27.4, X.Ep.3.2.    2 = κολυμβήθρα 1, Hero *Mens.19.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ, der Taucher, Schwimmer, bes. Sp. – Bei Ar. Ach. 875 derselbe Wasservogel wie κολυμβίς. – Das Schwimmen; Antp. Th. 51 (IX, 82); ἁμίλλης κολύμβου Paus. 2, 35, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 876˙ πρβλ. κολυμβίς. ΙΙ. = κολύμβησις, Παυσ. 2. 35, 1, Ἀνθ. Π. 9. 82, Πλούτ. 2. 163Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 action de plonger, de nager;
2 plongeon, oiseau.
Étymologie: R. Κρυφ > κλυφ-, κλυβ-, se cacher, s’enfoncer.

Greek Monolingual

ο (AM κόλυμβος)
το πτηνό κολυμβίς
αρχ.-μσν.
κολύμβηση, κολύμπι («ἡ λίμνη... ἀγχιβαθής..., ὥστε μή δεῖν κολύμβου», Παυσ.)
μσν.
δεξαμενή
αρχ.
λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kol- της ΙΕ ρίζας kel- «σκοτεινός, μαύρος» (πρβλ. κελαινός) και συνδέεται πιθ. με το λατ. columba «περιστέρι». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν παρέκταση -umb-, της οποίας η αναγωγή σε ΙΕ -on-b(h)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -υ-.
ΠΑΡ. κολυμβώ, κολυμβάς / -πάδα
αρχ.
κολύμβαινα, κολυμβίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ακόλυμβος, εὐκόλυμβος, πολυκόλυμβος.

Greek Monotonic

κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, σε Αριστοφ.