μωραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μωραίνω]])<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] ως [[ανόητος]], μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, [[ανοηταίνω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] ή [[αποδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ)<br />(μσν. -αρχ.) (το παθ.) <i>μωραίνομαι</i><br />αποδεικνύομαι [[μωρός]], καθίσταμαι [[ανόητος]], [[μένω]] [[άφωνος]], με το [[στόμα]] ανοιχτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] ανοησίες, [[ενεργώ]] μωρές, τρελές πράξεις («πεῑραν τήνδ' ἐμώρανεν» — ενήργησε ανόητη, τρελή [[απόπειρα]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]], [[υποκρίνομαι]] τον ανόητο<br /><b>3.</b> (ευφημιστικά) (για [[γυναίκα]]) μοιχεύομαι, πορνεύομαι<br /><b>4.</b> (μτφ. για το [[αλάτι]]) [[χάνω]] την ιδιότητά μου, [[γίνομαι]] [[άνοστος]], [[ανούσιος]] («ἐάν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μωρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>γλυκ</i>-[[αίνω]], <i>υγρ</i>-[[αίνω]])].
|mltxt=(ΑΜ [[μωραίνω]])<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[συμπεριφέρομαι]], [[μιλώ]] ή [[ενεργώ]] ως [[ανόητος]], μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, [[ανοηταίνω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] ή [[αποδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ)<br />(μσν. -αρχ.) (το παθ.) <i>μωραίνομαι</i><br />αποδεικνύομαι [[μωρός]], καθίσταμαι [[ανόητος]], [[μένω]] [[άφωνος]], με το [[στόμα]] ανοιχτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπράττω]] ανοησίες, [[ενεργώ]] μωρές, τρελές πράξεις («πεῑραν τήνδ' ἐμώρανεν» — ενήργησε ανόητη, τρελή [[απόπειρα]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]], [[υποκρίνομαι]] τον ανόητο<br /><b>3.</b> (ευφημιστικά) (για [[γυναίκα]]) μοιχεύομαι, πορνεύομαι<br /><b>4.</b> (μτφ. για το [[αλάτι]]) [[χάνω]] την ιδιότητά μου, [[γίνομαι]] [[άνοστος]], [[ανούσιος]] («ἐάν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μωρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αίνω]] (<b>πρβλ.</b> <i>γλυκ</i>-[[αίνω]], <i>υγρ</i>-[[αίνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μωραίνω:''' ([[μῶρος]]), μελ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμώρᾱνα</i>·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ηλίθιος]], [[ανόητος]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., [[πεῖραν]] μωραίνειν, [[επιχειρώ]] [[μία]] ανόητη [[προσπάθεια]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως μτβ., [[καθιστώ]] κάποιον ανόητο, [[καταδικάζω]], [[επικρίνω]] κάποιον ως ανόητο, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., λέγεται για το [[αλάτι]], γίνεται άνοστο, χάνει τη [[γεύση]] του, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωραίνω Medium diacritics: μωραίνω Low diacritics: μωραίνω Capitals: ΜΩΡΑΙΝΩ
Transliteration A: mōraínō Transliteration B: mōrainō Transliteration C: moraino Beta Code: mwrai/nw

English (LSJ)

fut. -

   A ᾰνῶ E.Med.614: aor. ἐμώρᾱνα A.Pers.719 (troch.): —Pass., v. infr. 11: (μῶρος):—to be silly, foolish, drivel, E. l.c., X. Mem.1.1.11, Phld.Mus.p.103K., Luc.Nav.45, etc.; play the fool, Arist.EN1148b2: c. acc. cogn., πεῖραν μ. make a mad attempt, A. l.c.; οὐδεὶς . . ταῦτα μωραίνει indulges in these follies, E.Fr.282.22: euphem. of illicit love, γυναῖκα μωραίνουσαν Id.Andr.674.    II causal, make foolish, convict of folly, ἡ βουλὴ αὐτῶν μωρανθήσεται LXX Is.19.11; ἐμωράνθην σφόδρα ib.2 Ki.24.10, cf. 1 Ep.Cor.1.20:—Pass., to become foolish, be stupefied, [αἶγες] ἑστᾶσιν ὥσπερ μεμωραμμέναι Arist. HA610b30 (sed cf. μωρόομαι); to become insipid, ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ Ev.Matt.5.13.

German (Pape)

[Seite 226] ein Thor sein, einfältig, dumm handeln od. reden; πεῖραν τήνδ' ἐμώρανεν, er machte einen thörichten, tollen Versuch, Aesch. Pers. 705; μωρανεῖς, Eur. Med. 614; häufiger in späterer Prosa, Luc. Mort. D. 2, 1. 13, 3; Plut.; auch im med., im N. T., wo es auch aktivisch gebraucht ist, unschmackhaft, fade machen; u. pass., ἐμωράνθην, Matth. 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μωραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι μωρός, ἀνόητος, Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς μωρός, ἀνοηταίνω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’ αἰτ. πράγμ., πεῖραν μωραίνω, κάμνω μωρὰν ἀπόπειραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 719· οὐδείς... ταῦτα μωραίνει, κάμνει ταύτας τὰς ἀνοησίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· ― εὐφημ. ἐπὶ ἀθεμίτου ἔρωτος, Εὐρ. Ἀνδρ. 674. ΙΙ. Μεταβ., κάμνω τι μωρόν, ἀποδεικνύω τι μωρόν, οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Α΄ Ἐπιστ. π. Κοριθ. α΄, 20. ― Παθ., γίνομαι μωρός, φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 22, ἀσυνέτῳ καρδίᾳ καὶ μεμωραμένῃ σοφίᾳ Θ. Στουδ. 342Α· (ἀλλὰ μεμωρημένος, Κλήμ. Ἀλ. 234)· ἐπὶ ἅλατος, χάνω τὴν γεῦσίν μου, γίνομαι ἀνάλατος, ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13.

French (Bailly abrégé)

f. μωρανῶ, ao. ἐμώρανα;
Pass. ao. ἐμωράνθην, pf. μεμώραμαι;
être hébété, être sot, être fou, agir ou parler follement ; πεῖραν μ. ESCHL tenter follement une entreprise.
Étymologie: μωρός.

English (Strong)

from μωρός; to become insipid; figuratively, to make (passively, act) as a simpleton: become fool, make foolish, lose savour.

English (Thayer)

1st aorist ἐμωρανα; 1st aorist passive ἐμωράνθην; (μωρός);
1. in classical Greek to be foolish, to act foolishly.
2. in Biblical Greek a. to make foolish: passive to prove a person or thing to be foolish: τήν σοφίαν τοῦ κόσμου, τήν βουλήν αὐτῶν, to make flat and tasteless: passive of salt that has lost its strength and flavor, Luke 14:34.

Greek Monolingual

(ΑΜ μωραίνω)
1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω
2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ)
(μσν. -αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι
αποδεικνύομαι μωρός, καθίσταμαι ανόητος, μένω άφωνος, με το στόμα ανοιχτό
αρχ.
1. διαπράττω ανοησίες, ενεργώ μωρές, τρελές πράξεις («πεῑραν τήνδ' ἐμώρανεν» — ενήργησε ανόητη, τρελή απόπειρα, Αισχύλ.)
2. παριστάνω, υποκρίνομαι τον ανόητο
3. (ευφημιστικά) (για γυναίκα) μοιχεύομαι, πορνεύομαι
4. (μτφ. για το αλάτι) χάνω την ιδιότητά μου, γίνομαι άνοστος, ανούσιος («ἐάν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρός + κατάλ. -αίνω (πρβλ. γλυκ-αίνω, υγρ-αίνω)].

Greek Monotonic

μωραίνω: (μῶρος), μελ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐμώρᾱνα·
I. είμαι ηλίθιος, ανόητος, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., πεῖραν μωραίνειν, επιχειρώ μία ανόητη προσπάθεια, σε Αισχύλ.
II. ως μτβ., καθιστώ κάποιον ανόητο, καταδικάζω, επικρίνω κάποιον ως ανόητο, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., λέγεται για το αλάτι, γίνεται άνοστο, χάνει τη γεύση του, στο ίδ.