ἐντελής: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐντελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον [[μέγιστο]] βαθμό, [[απόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῑς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἐντελεῑς</i><br />αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα. | |mltxt=-ές (AM [[ἐντελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον [[μέγιστο]] βαθμό, [[απόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῑς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἐντελεῑς</i><br />αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐντελής:''' -ές ([[τέλος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλήρης]], [[τέλειος]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[ακηλίδωτος]], [[αμόλυντος]], [[άθικτος]], [[ακέραιος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για στρατιώτες και για την εξάρτυσή τους, αυτός που βρίσκεται σε [[καλή]] [[κατάσταση]], [[ικανός]], [[αποτελεσματικός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει μεστή [[ηλικία]], που βρίσκεται στην [[ωριμότητα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (τέλος)
A complete, full, τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ Ar.Eq.1367, cf. Th.8.45; δώσειν ἐ. τὴν δραχμήν ib.29; τροφὴν ἐ. δοῦναι ib.78; δεῖπνον ἐ. καὶ μηδὲν ἐλλιπές Euang.1.2 (but τὸ ἐ. ὀνομαζόμενον δεῖπνον the last course, Luc.Symp. 38); ἵν' ἐ. ὦσι [οἱ λόγοι] Phld.Herc.1251.13; opp. ἐλλιπής, A.D. Synt.38.9, al.: Sup. -έστατος, βάσανος Ael.Tact.21.3; ἐντελὲς τρίγωνον <*> Luc.Vit.Auct.4. 2 of victims, perfect, unblemished, δώδεκ' ἐντελεῖς ἔχων βοῦς S.Tr.760, cf. Luc.Sacr.12. 3 of military equipment, in good condition, Th.6.45; τριήρεις Aeschin.2.175. 4 of men, οὐ γὰρ ἐντελὴς . . προσφέρειν full-grown so as to offer, A.Ch. 250; ἐ. τὴν ἡλικίαν Ael.NA3.40; finished, accomplished, ἐ. καὶ ἔνδοξοι Artem.2.35, cf.Sch.Hes.Th.242; also ἐντελῆ τὴν ἀνδρείαν εἰσφέρονται Onos.4.2: Comp. -έστερος Hsch.: Sup., Id. 5 Adv. -λῶς, Ion. -λέως, entirely, completely, Arist.Rh.Al.1436a12, Herod.4.79, Plb.10.30.3, etc.; perfectly, J.AJ19.6.2: Comp. -έστερον Marin. Procl.15. II possessing full rights, ἱππεῖς ἐ. Ῥωμαίων D.S.34.2.31; qualified to hold public office, opp. ἀτελής, SIG286.10 (Milet., iv B. C.):—dub. cj. in A.Ag.105.
German (Pape)
[Seite 854] ές, vollendet, vollkommen; ausgewachsen, Aesch. Ch. 248, δώδεκ' ἐντελεῖς ἔχων βοῦς Soph. Tr. 757, untadelig, vgl. Luc. »acrll. 12, τὰ ἐν τῇ πόλει ὅπλων ἐξετάσει καὶ ἵππων ἐσκόπουν εἰ ἐντελῆ ἐστι Thuc. 6, 45, ob Alles gut im Stande sei; τριήρεις πλόϊμοι καὶ ἐντελεῖς Aesch. 2, 175; μισθός, voller Lohn, Thuc. 8, 35; Ar. Equ. 1367 u. A.; τάγματα, die vollzählig sind, Plut. Pomp. 11; – οἱ ἐντελεῖς, die in Amt u. Würde, die Angesehenen, D. Sic. exc. 599, 17, καὶ ἔνδοξοι Artemid. 2, 35. – Adv. ἐντελῶς, vollkommen, Pol. 10, 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντελής: -ές, (τέλος) ὡς καὶ νῦν, πλήρης, τέλειος, τὸν μισθὸν ἀποδώσω ’ντελῆ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1367, πρβλ. Θουκ. 8. 45· δοῦναι ἐντ. τὴν διαχμὴν αὐτόθι 29· τροφὴν ἐντ. δοῦναι αὐτόθι 78· ἐντελές, ἐντέλεια, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5. 2) ἐπὶ θυμάτων, ἄρτιος, τέλειος, ἄμεμπτος, ἀκήρατος, δώδεκ’ ἐντελεῖς ἔχων βοῦς (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμήρου τεληέσσας ἑκατόμβας) Σοφ. Τρ. 760, πρβλ. Λουκ. π. Θυσ. 12. 3) ἐπὶ πολεμικῆς παρασκευῆς, τά τε ἐν τῇ πόλει ὅπλων ἐξετάσει καὶ ἵππων ἐσκόπουν εἰ ἐντελῆ ἐστι, ἐν καλῇ καταστάσει, Θουκ. 6. 45· τρήρεις Αἰσχίν. 51. 32. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ γὰρ ἐντελὴς... προσφέρειν, μὴ ἔχων πλήρη ἡλικίαν ὥστε νὰ..., Αἰσχύλ. Χο. 250· ἐντ. τὴν ἡλικίαν Αἰλ. π. Ζ. 3. 40. 5) Ἐπίρρ. ἐντελῶς, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 29, 2, Πολύβ. 10. 30, 3, κτλ. ΙΙ. πλήρη, τελείαν ἔχων δύναμιν, πανίσχυρος, ἐντ. θεαί, Ἀνάγκη καὶ Βία Συλλ. Ἐπίγρ. 4379ο: - οἱ ἐντελεῖς = οἱ ἐν τέλει, ἄρχοντες ἄνθρωποι ἐπίσημοι, Διοδ. Ἀποσπ. 599. 17, Ἀρτεμ. 2. 35· ἐν Αἰσχύλου Ἀγ. 105 ἀντὶ τοῦ ἐκτελέων ὁ Aurat. γράφει ἐντελέων.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
accompli :
1 en parl. de pers. parvenu à son entier développement ; en parl. de choses complet;
2 accompli, parfait, en parfait état ; en parl. de soldats, de vaisseaux bien équipé.
Étymologie: ἐν, τέλος.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [neutr. plu. ἐντελέα Luc.Syr.D.49]
I de cosas y abstr.
1 ref. la cantidad o la forma completo, entero τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ Ar.Eq.1367, cf. Th.8.45, X.An.1.4.13, Isoc.15.120, δώσειν ... ἐντελῆ τὴν δραχμήν Th.8.29, μισθοφορά D.C.47.17.5, τὰς δαπάνας χωρεῖν ἐντελεῖς X.Oec.20.21, τὴν τοῦ πλοίου ἐντελῆ χ[ορηγίαν PRoss.Georg.2.18.133 (II d.C.), ἐντελεῖς τοὺς δημοσίους κομίζεσθαι φόρους Iust.Nou.8.11, ἀριθμός BGU 15.2.18 (II d.C.)
•de raciones y alimentos τροφὴν ... ἐντελῆ διδούς Th.8.78, δεῖπνον ἐ. καὶ μηδενὶ ἐλλιπές Euang.1.2, τὸ ἐ. ὀνομαζόμενον δεῖπνον la llamada cena completa Luc.Symp.38
•de unidades milit. δεκαναΐαν δώσειν ἐντελῆ conceder un escuadrón completo Plb.24.6.1, σπεῖραι Str.17.1.53, ἓξ ἐντελῆ τάγματα seis legiones completas Plu.Pomp.11, διασώσας ἐ. στρατόπεδον Ῥωμαίων Plu.Comp.Per.Fab.2.2, cf. Plb.8.1.4
•en inventarios de muebles y similares θύρωμα ἐντελὲς ἔχον ἥλους χαλκοῦς ID 1417A.2.56 (II a.C.), θύραι ID 1417A.1.80, τ] ράπεζα SEG 34.95.85 (Atenas II a.C.)
•de otras realidades ὅσα ἐν τῇ στήλῃ ἐγγέγραπται ποιήσειν ἐντελῆ (prometieron) cumplir íntegramente cuanto está grabado en la estela, FXanthos 6.29 (IV a.C.), σχοινία ... ἐντελῆ στύππινα cabos enteros de estopa, PCair.Zen.755.6 (III a.C.), ἐντελεστάτη βάσανος Ael.Tact.21.3, θυσία Luc.Am.3, εὐχή Luc.Salt.17
•astr. σελήνης ἐ. ... κύκλος E.IA 717, ἔκλειψις ἐ. eclipse total, Placit.2.24.4 (= Xenoph.A 41).
2 ref. la cualidad, de unidades y equipo milit. íntegro, en buenas condiciones, sin daño τά τε ἐν τῇ πόλει ὅπλων ... καὶ ἵππων ... ἐντελῆ Th.6.45, τριήρεις Aeschin.2.175, ἑπτακοσίας ναῦς App.Mith.116.
3 de abstr. y procesos completo, cumplido, acabado ἐντελεῖς ... τὰς πρὸς τὴν πολιορκίαν παρασκευάς completos los preparativos para el asedio Plb.8.34.1, cf. App.BC 3.89, Onas.10.9
•completo, perfecto ἀνδρεία Onas.4.2, κάλλος Luc.Im.11, παιδεία Gal.14.218, ἐλευθερία Aristid.Or.35.21, κάθαρσις Aristid.Or.47.65, διδασκαλία Eus.PE 1.1.12, διήγησις Eus.HE 1.2.1, ἐντελεστέρα ἀσφάλεια PMasp.6ue.75 (VI d.C.).
4 fil. pitagórica perfecto, i.e., la tetractys (que contiene los 4 primeros números) ἐντελὲς τρίγωνον Luc.Vit.Auct.4.
5 gram. pleno, explícito op. ἐνδεής ‘defectivo’ y ἐλλιπής ‘elíptico’ φράσις ref. la or. que lleva el suj. pronominal expreso, A.D.Pron.23.6, cf. 8
•de las formas no contractas op. συνῃρημένος Hdn.Gr.2.327
•de tiempos de pasado con aumento Hdn.Gr.2.42.
II de pers. o asimilados
1 ref. la edad adulto οὐ γὰρ ἐντελεῖς ... πρόσφερειν no suficientemente adultos como para llevar A.Ch.250, οἱ μὲν νεώτεροι ... οἱ δὲ ἐντελέστεροι Ael.NA 1.46, οἱ μὲν ἐντελεῖς ..., τὰ δὲ μειράκια Synes.Ep.5 (p.22), μὴ λαλῆσαι διαλέκτῳ πρεσβυτικῇ μηδὲ ἐντελεῖ, ἀλλὰ παιδικῇ Origenes Hom.18.6 in Ier.(p.159)
•c. ac. de rel. ἐ. τὴν ἡλικίαν (ἀηδών) Ael.NA 3.40, cf. Poll.2.10.
2 ref. la dignidad, el prestigio o el cargo que ha alcanzado el máximo de su actividad, destacado ἐντελεῖς καὶ ἔνδοξοι de adivinos y filósofos, Artem.2.35, τοὺς ἐπισήμους ἐντελεῖς καλοῦμεν Sch.Hes.Th.242
•ref. el poder supremo, absoluto αὐτοκράτωρ ἐ. App.Mith.94, προστάτης Gr.Naz.M.37.1217A, κράτος App.BC 1.1, τυραννίς App.BC 1.99
•fig. en sent. neg. estricto, exigente op. φιλάνθρωπος Gr.Naz.Ep.77.14, cf. M.36.485C.
3 jur. que posee plenos derechos ἱππεῖς ... ἐντελεῖς τῶν Ῥωμαίων D.S.34.2.31, ἧκε Σινόριξ καὶ σὺν αὐτῷ πάντες ὅσοι Γαλατῶν ἐντελεῖς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες Polyaen.8.39.
4 relig., de víctimas completo, sin tacha, sin defecto δώδεκ' ἐντελεῖς ἔχων ... βοῦς S.Tr.760, ζῷον Luc.Sacr.12.
5 econ. sujeto al pago de impuestos op. ἀτελής Milet 1(3).136.10 (IV a.C.).
III adv. -ῶς, -έως
1 entera, completamente πλήθει μὲν ἐνδεῶς, δυνάμει δὲ ἐντελῶς Anaximen.Rh.1436a12, καλ' ὑμῖν ... ἐντελέως τὰ ἱρά Herod.4.79, ἐντελῶς ἐξαδυνατεῖν ser completamente incapaz Plb.10.30.3, παραφρονεῖν Isoc.Fr.11.
2 perfectamente λαλεῖν D.S.2.56, θρησκεύειν I.AI 19.297, ἐντελῶς πεπαιδευμένου τὴν τέχνην Gal.14.211.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐντελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», Αριστοφ.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος
μσν.
φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος
αρχ.
1. (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῑς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)
2. οἱ ἐντελεῑς
αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.
Greek Monotonic
ἐντελής: -ές (τέλος),
1. πλήρης, τέλειος, σε Αριστοφ., Θουκ.
2. λέγεται για θύματα, τέλειος, ακηλίδωτος, αμόλυντος, άθικτος, ακέραιος, σε Σοφ.
3. λέγεται για στρατιώτες και για την εξάρτυσή τους, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ικανός, αποτελεσματικός, σε Θουκ.
4. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει μεστή ηλικία, που βρίσκεται στην ωριμότητα, σε Αισχύλ.