κλώθω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κλώθω]])<br />[[κατασκευάζω]] [[νήμα]] από [[μαλλί]], [[βαμβάκι]] ή [[άλλη]] ύλη χρησιμοποιώντας κλώστη, [[γνέθω]] («κλώθουσαν [[λίνον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τά κλώθει» — αλλάζει θέσεις του ή απόψεις του, προσπαθεί να αποφύγει τη [[συζήτηση]] σχετικά με ένα [[θέμα]]<br />β) «τά [[κλώθω]] στον νου μου» — [[σκέπτομαι]] επίμονα [[κάτι]], [[στριφογυρίζω]] στο [[μυαλό]] μου συγκεκριμένες σκέψεις<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κατσαρώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβροχθίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ορίζω]] τη [[μοίρα]] του ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή του με το [[κάλαθος]] παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Ακόμη πιο αμφίβολη [[είναι]] η σύνδεσή του με το λατ. <i>colus</i> «[[ρόκα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>κλώσις</i>, [[κλώσμα]], [[κλωστός]], [[κλωστήρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλώθες]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλώστρον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κλωστή]], [[κλώστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλωστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κλωθωγυρίζω</i>. (Β συνθετικό) [[επικλώθω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακλώθω]], <i>εγκατακλώθω</i>, <i>εγκλώθω</i>, <i>επικατακλώθω</i>, [[κατακλώθω]], [[συγκλώθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποκλώθω]], [[ξανακλώθω]], <i>ξεκλώθω</i>, <i>ψιλοκλώθω</i>].
|mltxt=(AM [[κλώθω]])<br />[[κατασκευάζω]] [[νήμα]] από [[μαλλί]], [[βαμβάκι]] ή [[άλλη]] ύλη χρησιμοποιώντας κλώστη, [[γνέθω]] («κλώθουσαν [[λίνον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τά κλώθει» — αλλάζει θέσεις του ή απόψεις του, προσπαθεί να αποφύγει τη [[συζήτηση]] σχετικά με ένα [[θέμα]]<br />β) «τά [[κλώθω]] στον νου μου» — [[σκέπτομαι]] επίμονα [[κάτι]], [[στριφογυρίζω]] στο [[μυαλό]] μου συγκεκριμένες σκέψεις<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κατσαρώνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταβροχθίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ορίζω]] τη [[μοίρα]] του ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή του με το [[κάλαθος]] παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Ακόμη πιο αμφίβολη [[είναι]] η σύνδεσή του με το λατ. <i>colus</i> «[[ρόκα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>κλώσις</i>, [[κλώσμα]], [[κλωστός]], [[κλωστήρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κλώθες]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κλώστρον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κλωστή]], [[κλώστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλωστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κλωθωγυρίζω</i>. (Β συνθετικό) [[επικλώθω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακλώθω]], <i>εγκατακλώθω</i>, <i>εγκλώθω</i>, <i>επικατακλώθω</i>, [[κατακλώθω]], [[συγκλώθω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποκλώθω]], [[ξανακλώθω]], <i>ξεκλώθω</i>, <i>ψιλοκλώθω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλώθω:''' μέλ. <i>κλώσω</i>, [[γνέθω]], [[αναστρέφω]], [[περιστρέφω]], [[στριφογυρίζω]], σε Ηρόδ., Λουκ. — Παθ., <i>τὰ κλωσθέντα</i>, η [[μοίρα]] κάποιου, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλώθω Medium diacritics: κλώθω Low diacritics: κλώθω Capitals: ΚΛΩΘΩ
Transliteration A: klṓthō Transliteration B: klōthō Transliteration C: klotho Beta Code: klw/qw

English (LSJ)

aor.

   A ἔκλωσα Nonn.D.2.678, (ἐπ-) Od.3.208:—twist by spinning, spin, λίνον Hdt.5.12, cf.POxy.1414.5 (iii A.D.); μίτον Luc.Fug. 12; κ. ἄτρακτον turn it, Luc.JConf.19:—Pass., βύσσος κεκλωσμένη LXXEx.35.6.    2 esp. of the goddesses of fate, spin a man his thread of life or of fate, κ. τινὶ τὰ οἰκεῖα Arist.Mu.401b22:—poet. in Med., ἐκλώσασθε πανάφθιτον ἦμαρ ἀοιδῷ AP7.14 (Antip.Sid.); ἑπτὰ δέ μοι μοῖραι . . ἐνιαυτοὺς ἐκλώσαντο IG3.1337; τίς μοιρῶν μίτον ὔμμιν ἐκλώσατο; ib.5(1).1355 (Abia):—Pass., τὰ κλωσθέντα one's destiny, Pl.Lg.960c.    II intr. in Act., χυλῷ ἐνὶ κλώθοντι Nic.Al.93 (expld. by Sch. ὡς νῆμα κλωθομένῳ), cf. 528.

German (Pape)

[Seite 1458] spinnen; λίνον Her. 5, 12; μίτον Luc. fugit. 12; auch von den Schicksalsgöttinnen, dem Menschen seinen Lebensfaden zuspinnen, im med., πῶς οὐκ ἐκλώσασθε πανάφθιτον ἦμαρ ἀοιδῷ Antip. Sil. 70 (VII, 14); dah. τὰ κλωσθέντα, Plat. Legg. XII, 960 c, wie τὰ κεκλωσμένα, das Zugesponnene, Verhängte, Philostr. – Bei Nic. Al. 93 von zähem, sich in Fäden ziehendem Safte. – Adj. verb. κλωστός, Eur. Troad. 537.

Greek (Liddell-Scott)

κλώθω: μέλλ. κλώσω, ὡς καὶ νῦν, νήθω, «γνέθω» (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικλώθω), λίνον Ἡρόδ. 5. 12· μίτον Λουκ. Δραπέτ. 12· κλ. ἄτρακτον, στρέφω, γυρίζω, Λουκ. Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 19, πρβλ. ΙΙ, καὶ ἴδε ἀσύγκλωστος· ἐπὶ τῶν Θεαινῶν τοῦ πεπρωμένου, τῶν Μοιρῶν, κλώθω, ὁρίζω τὸ πεπρωμένον, τὴν μοῖραν τοῦ ἀνθρώπου, κλ. τινὶ τὰ οἰκεῖα Ἀριστ. π. Κόσμ. 7. 6· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐκλώσασθε πανάφθιτον ἦμαρ ἀοιδῷ Ἀνθ. Π. 7. 14· ἑπτὰ δέ μοι μοῖραι... ἐνιαυτοὺς ἐκλώσαντο Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 153· τίς μοιρῶν μίτον ὔμμιν ἐκλώσατο; αὐτόθι 478. ― Παθ., τὰ κλωσθέντα, ἡ μοῖρά τινος, τὸ πεπρωμένον, Πλάτ. Νόμ. 960C· κέκλωσται λίνα μοι τὰ τῆς μοίρης Βαβρ. σ. 11. 69. ΙΙ. ἀμεταβ. παρὰ τῷ Νικ. Ἀλεξ. 93, χυλῷ ἐνὶ κλώθοντι, ὅπερ ὁ Σχολιαστ. ἑρμηνεύει: «τὸ ὡς νῆμα κλωθομένῳ χυλῷ τῆς μαλάχης».

French (Bailly abrégé)

act. seul. prés. et ao. ἔκλωσα; pass. seul. ao. ἐκλώσθην, pf. κέκλωσμαι;
1. filer, acc. HDT. 5.12, LUC. Fug. 12 ; fig. filer la trame de la vie, en parl. des Parques, ARSTT. Mund. 7.6 ; τὰ κλωσθέντα, PLAT. Leg. 960c, la destinée filée aux hommes;
2. intr., s’allonger en forme de fil, NIC. Al. 93, 528;
Moy. (ao. ἐκλωσάμην) filer, fig. ANTH. 7.14.
Étymologie: R. Κλωθ, nouer, cf. lat. nodus p. *cnodus.

Greek Monolingual

(AM κλώθω)
κατασκευάζω νήμα από μαλλί, βαμβάκι ή άλλη ύλη χρησιμοποιώντας κλώστη, γνέθω («κλώθουσαν λίνον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τά κλώθει» — αλλάζει θέσεις του ή απόψεις του, προσπαθεί να αποφύγει τη συζήτηση σχετικά με ένα θέμα
β) «τά κλώθω στον νου μου» — σκέπτομαι επίμονα κάτι, στριφογυρίζω στο μυαλό μου συγκεκριμένες σκέψεις
νεοελλ.-μσν.
κατσαρώνω
μσν.
καταβροχθίζω
μσν.-αρχ.
ορίζω τη μοίρα του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή του με το κάλαθος παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Ακόμη πιο αμφίβολη είναι η σύνδεσή του με το λατ. colus «ρόκα».
ΠΑΡ. κλώσις, κλώσμα, κλωστός, κλωστήρ
αρχ.
κλώθες
αρχ.-μσν.
κλώστρον
μσν.- νεοελλ.
κλωστή, κλώστης
νεοελλ.
κλωστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλωθωγυρίζω. (Β συνθετικό) επικλώθω
αρχ.
ανακλώθω, εγκατακλώθω, εγκλώθω, επικατακλώθω, κατακλώθω, συγκλώθω
νεοελλ.
αποκλώθω, ξανακλώθω, ξεκλώθω, ψιλοκλώθω].

Greek Monotonic

κλώθω: μέλ. κλώσω, γνέθω, αναστρέφω, περιστρέφω, στριφογυρίζω, σε Ηρόδ., Λουκ. — Παθ., τὰ κλωσθέντα, η μοίρα κάποιου, σε Πλάτ.