σκύλος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[σκύλα]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] σκυλόψαρου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] καρχαρία<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η [[σκύλα]]<br />α) θηλυκό [[σκυλί]]<br />β) <b>ναυτ.</b> [[κομμάτι]] αλυσίδας με την οποία ασφαλίζεται η [[αλυσίδα]] της άγκυρας από το ενδεχόμενο να χαλαρώσει ή να ξεφύγει στη [[θάλασσα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[σκληρόκαρδος]] («[[σκύλα]], και που [[είναι]] ο Κωνσταντής, ο μικροκωνσταντίνος;», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) [[άπιστος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γίνομαι]] [[σκύλος]] [ή [[σκύλα]]]» — οργίζομαι [[πάρα]] πολύ<br />β) «σαν τον [[σκύλο]] με τη [[γάτα]]» — λέγεται για εκείνους που φιλονικούν διαρκώς [[μεταξύ]] τους, για ασυμβίβαστους χαρακτήρες<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «θέλει και την [[πίτα]] ολόκληρη και τον [[σκύλο]] χορτάτο» — λέγεται για εκείνους που έχουν την [[αξίωση]] να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους ή να τους παρασχεθεί [[κάτι]], [[χωρίς]] κανένα [[κόστος]], [[χωρίς]] κανένα [[αντάλλαγμα]] εκ μέρους τους<br />β) «αν δέν κουνήσει η [[σκύλα]] την [[ουρά]] της δεν πάνε τα σκυλιά [[κοντά]] της» — οι γυναίκες που δίνουν αφορμές και προκαλούν τους άνδρες φέρουν οι ίδιες την [[ευθύνη]] για τις ερωτοτροπίες και τις παρενοχλήσεις τών [[ανδρών]] σε [[βάρος]] τους<br />γ) «[[ομπρός]] [[φίλος]] και [[πίσω]] [[σκύλος]]» — λέγεται για άνθρωπο κόλακα και δόλιο, που προσποιείται τον φίλο, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[είναι]] [[άσπονδος]] [[εχθρός]] και δαγκώνει [[κρυφά]] όπως το κρυφόσκυλο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[κυνίδες]], [[σκυλί]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[σκυλάκι]], [[νεογνό]] σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυλ</i>- του αρχ. <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i> «[[μικρός]] [[σκύλος]]», [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>σκύλλον</i><br /><i>την [[κύνα]] λέγουσιν</i>»)].———————— <b>(II)</b><br />και σκῡλος, -ους, -εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] ζώου, [[δορά]] («τὸ δὲ σκῡλος ἀνδρὶ καλύπτρη», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[εξωτερικός]] [[φλοιός]] καρυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλλω]] «[[ξεσχίζω]]». Ο τ. <i>σκῦλος</i> με -<i>ῡ</i>- πιθ. [[κατά]] το [[σκῦτος]] ή, κατ' άλλους, αποτελεί εσφ. γρφ. [[αντί]] του [[σκῦτος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[σκύλα]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] σκυλόψαρου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] καρχαρία<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>η [[σκύλα]]<br />α) θηλυκό [[σκυλί]]<br />β) <b>ναυτ.</b> [[κομμάτι]] αλυσίδας με την οποία ασφαλίζεται η [[αλυσίδα]] της άγκυρας από το ενδεχόμενο να χαλαρώσει ή να ξεφύγει στη [[θάλασσα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[άνθρωπος]] [[σκληρόκαρδος]] («[[σκύλα]], και που [[είναι]] ο Κωνσταντής, ο μικροκωνσταντίνος;», δημ. [[τραγούδι]])<br />β) [[άπιστος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γίνομαι]] [[σκύλος]] [ή [[σκύλα]]]» — οργίζομαι [[πάρα]] πολύ<br />β) «σαν τον [[σκύλο]] με τη [[γάτα]]» — λέγεται για εκείνους που φιλονικούν διαρκώς [[μεταξύ]] τους, για ασυμβίβαστους χαρακτήρες<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «θέλει και την [[πίτα]] ολόκληρη και τον [[σκύλο]] χορτάτο» — λέγεται για εκείνους που έχουν την [[αξίωση]] να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους ή να τους παρασχεθεί [[κάτι]], [[χωρίς]] κανένα [[κόστος]], [[χωρίς]] κανένα [[αντάλλαγμα]] εκ μέρους τους<br />β) «αν δέν κουνήσει η [[σκύλα]] την [[ουρά]] της δεν πάνε τα σκυλιά [[κοντά]] της» — οι γυναίκες που δίνουν αφορμές και προκαλούν τους άνδρες φέρουν οι ίδιες την [[ευθύνη]] για τις ερωτοτροπίες και τις παρενοχλήσεις τών [[ανδρών]] σε [[βάρος]] τους<br />γ) «[[ομπρός]] [[φίλος]] και [[πίσω]] [[σκύλος]]» — λέγεται για άνθρωπο κόλακα και δόλιο, που προσποιείται τον φίλο, [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[είναι]] [[άσπονδος]] [[εχθρός]] και δαγκώνει [[κρυφά]] όπως το κρυφόσκυλο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[κυνίδες]], [[σκυλί]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[σκυλάκι]], [[νεογνό]] σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυλ</i>- του αρχ. <i>σκύλ</i>-<i>αξ</i> «[[μικρός]] [[σκύλος]]», [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «<i>σκύλλον</i><br /><i>την [[κύνα]] λέγουσιν</i>»)].———————— <b>(II)</b><br />και σκῡλος, -ους, -εος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] ζώου, [[δορά]] («τὸ δὲ σκῡλος ἀνδρὶ καλύπτρη», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[εξωτερικός]] [[φλοιός]] καρυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλλω]] «[[ξεσχίζω]]». Ο τ. <i>σκῦλος</i> με -<i>ῡ</i>- πιθ. [[κατά]] το [[σκῦτος]] ή, κατ' άλλους, αποτελεί εσφ. γρφ. [[αντί]] του [[σκῦτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκύλος:''' [ῠ], -εος, τό, [[δέρμα]] ζώου, [[δορά]], [[τομάρι]], σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύλος Medium diacritics: σκύλος Low diacritics: σκύλος Capitals: ΣΚΥΛΟΣ
Transliteration A: skýlos Transliteration B: skylos Transliteration C: skylos Beta Code: sku/los

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό,

   A animal's skin, hide, τὸ δὲ σ. ἀνδρὶ καλύπτρη, of a lion's skin, Call.Fr.142, cf. Theoc.25.142, AP6.35 (Leon.), 165 (Phal.); outer husk of a nut, Nic.Al.270: heterocl. pl. σκύλα Id.Th. 422: σκυλος is f.l. for σκῦτος in Herod.3.68.

German (Pape)

[Seite 907] τό, poet. für σκῦλον 2, Nic. Al. 270.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλος: [ῠ], -εος, τό, δέρμα ζῴου, δορὰ λέοντος, κτλ., τὸ δὲ σκ. ἀνδρὶ καλύπτρη Καλλ. Ἀποσπ. 142, πρβλ. Θεόκρ. 25. 142, Ἀνθ. Π. 6. 35, 165· ὁ ἐξώτερος φλοιὸς καρύου, Νικ. Ἀλεξιφ. 270, Ἡσύχ.· - ἐν Νικ. Θηρ. 422 ἀπαντᾷ ὁ ἑτερόκλ. πληθ. σκύλα. (Ἴδε ἐν λέξ. σκῦλον).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
peau de bête.
Étymologie: v. σκῦλον.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ, και θηλ. σκύλα, Ν
νεοελλ.
1. είδος σκυλόψαρου
2. κάθε είδος καρχαρία
3. το θηλ. η σκύλα
α) θηλυκό σκυλί
β) ναυτ. κομμάτι αλυσίδας με την οποία ασφαλίζεται η αλυσίδα της άγκυρας από το ενδεχόμενο να χαλαρώσει ή να ξεφύγει στη θάλασσα
4. μτφ. α) άνθρωπος σκληρόκαρδοςσκύλα, και που είναι ο Κωνσταντής, ο μικροκωνσταντίνος;», δημ. τραγούδι)
β) άπιστος
5. φρ. α) «γίνομαι σκύλοςσκύλα]» — οργίζομαι πάρα πολύ
β) «σαν τον σκύλο με τη γάτα» — λέγεται για εκείνους που φιλονικούν διαρκώς μεταξύ τους, για ασυμβίβαστους χαρακτήρες
6. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — λέγεται για εκείνους που έχουν την αξίωση να διεκπεραιώσουν μια υπόθεσή τους ή να τους παρασχεθεί κάτι, χωρίς κανένα κόστος, χωρίς κανένα αντάλλαγμα εκ μέρους τους
β) «αν δέν κουνήσει η σκύλα την ουρά της δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της» — οι γυναίκες που δίνουν αφορμές και προκαλούν τους άνδρες φέρουν οι ίδιες την ευθύνη για τις ερωτοτροπίες και τις παρενοχλήσεις τών ανδρών σε βάρος τους
γ) «ομπρός φίλος και πίσω σκύλος» — λέγεται για άνθρωπο κόλακα και δόλιο, που προσποιείται τον φίλο, αλλά στην πραγματικότητα είναι άσπονδος εχθρός και δαγκώνει κρυφά όπως το κρυφόσκυλο
νεοελλ.-μσν.
κατοικίδιο σαρκοφάγο θηλαστικό που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κυνίδες, σκυλί
αρχ.
μικρό σκυλάκι, νεογνό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυλ- του αρχ. σκύλ-αξ «μικρός σκύλος», κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «σκύλλον
την κύνα λέγουσιν»)].———————— (II)
και σκῡλος, -ους, -εος, τὸ, Α
1. δέρμα ζώου, δορά («τὸ δὲ σκῡλος ἀνδρὶ καλύπτρη», Καλλ.)
2. ο εξωτερικός φλοιός καρυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «ξεσχίζω». Ο τ. σκῦλος με -- πιθ. κατά το σκῦτος ή, κατ' άλλους, αποτελεί εσφ. γρφ. αντί του σκῦτος.

Greek Monotonic

σκύλος: [ῠ], -εος, τό, δέρμα ζώου, δορά, τομάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.